Schwellung στα ελληνικά

Μετάφραση: schwellung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλεγμονή, καρούμπαλο, καμπούρα, πρήξιμο, προεξοχή, κύρτωμα, κραδασμός, βώλος, διογκώνω, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
Schwellung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktionär στα ελληνικά - μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
  • beurkundung στα ελληνικά - πιστοποιητικό, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης
  • bierhefe στα ελληνικά - ζύμη, μαγιά, μαγιά μπύρας, ζυθοζύμη, ζυθοποιού ζύμη, μαγιάς μπύρας, μαγιά μπίρας
  • damenschneiderei στα ελληνικά - couture, ραπτική, υψηλής ραπτικής, ραπτικής, ραπτική για
Τυχαίες λέξεις
Schwellung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλεγμονή, καρούμπαλο, καμπούρα, πρήξιμο, προεξοχή, κύρτωμα, κραδασμός, βώλος, διογκώνω, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως