Stationieren στα ελληνικά
Μετάφραση: stationieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμός, στέλνω, τόπος, τοποθετώ, μέρος, παρατάσσω, ανάπτυξη, αναπτύξουν, αναπτύξετε, αναπτύξει, αναπτύσσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anreicherungen στα ελληνικά - εμπλουτισμοί, εμπλουτισμούς, εμπλουτισμών, εμπλουτισμούς σε, εμπλουτισμού με
- begraben στα ελληνικά - θάβω, θάψει, θάψουν, θάβουν, θάψουμε
- berieselt στα ελληνικά - αρδευόμενες, αρδευόμενη, αρδευόμενων, αρδευόμενης, αρδευομένων
Τυχαίες λέξεις
Stationieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμός, στέλνω, τόπος, τοποθετώ, μέρος, παρατάσσω, ανάπτυξη, αναπτύξουν, αναπτύξετε, αναπτύξει, αναπτύσσουν
Μεταφράσεις: σταθμός, στέλνω, τόπος, τοποθετώ, μέρος, παρατάσσω, ανάπτυξη, αναπτύξουν, αναπτύξετε, αναπτύξει, αναπτύσσουν