Λέξη: ορκισμένος

Μεταφράσεις: ορκισμένος

ορκισμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sworn, avowed, an avowed, a sworn, vowed

ορκισμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurada, jurado, juramentada, juramento, juramentado

ορκισμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwören, fluchen, geflucht, geschworen, vereidigt, vereidigter, vereidigten

ορκισμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assermenté, jurées, jurèrent, jurée, jurés, juré, sous serment, serment, assermentée

ορκισμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurato, giurata, giuramento, giurato di, giurare

ορκισμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jurado, jurar, jurou, empossado, juramentada

ορκισμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezworen, beëdigd, beëdigde, ede, onder ede

ορκισμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поклявшийся, присягнувший, верный, неизменный, названный, приведен к присяге, присяге, поклялся, поклясться, присяжный

ορκισμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sverget, svoret, tilsvoret, sverger, svoren

ορκισμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svurit, svors, sväras, svuren, edsvurna

ορκισμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vannoneet, vannottu, vannoutunut, vannonut, valaehtoinen, valan tehneen

ορκισμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svoret, edsvoren, svor, tilsvoret

ορκισμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přísežný, přísahu, přísahal, přísahat, přísahali

ορκισμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przysięgły, wierny, zaciekły, zaprzysięgły, zaprzysiężony, przysiąc, przysięgą

ορκισμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hites, esküdt, eskü alatt tett, felesküdött, megesküdött

ορκισμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeminli, yemin, and içti, yeminli bir, yemini

ορκισμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заприсягається, вірний, незмінний, приведений до присяги, приведено до присяги, склав присягу, присягу, прийняв присягу

ορκισμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
betuar, betua, betimin, betohem, betuar në

ορκισμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заклет, закле, заклел, заклех, положи клетва

ορκισμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыведзены, прывялі

ορκισμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vannutatud, vannutati, vande all antud, vande all, vandunud

ορκισμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priseći, pod zakletvom, zakleti, zakleli, se zakleo, se zakleli

ορκισμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svarið, sver, sór, eið unnið, bundnir

ορκισμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisiekęs, prisiekė, prisaikdintas, priesaika, prisiekiau

ορκισμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zvērināts, zvērināta, zvērestu, zvērinātu, zvērinātam

ορκισμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
положи свечена заклетва, заклетва, заколна, заколнати, даде заклетва

ορκισμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jurat, autorizat, jur, investit, depus jurământul

ορκισμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prisegel, prisegla, zaprisegel, zapriseženi, zaprisežene

ορκισμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prísahu, sľub, prísahy
Τυχαίες λέξεις