Stehlen στα ελληνικά
Μετάφραση: stehlen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκιστρώνω, σηκώνω, λάχανο, υψώνω, ασανσέρ, κλέβω, τσιμπώ, άγκιστρο, γάντζος, θεωρητικός, βουτώ, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufschneiden στα ελληνικά - τσεκουριά, κόβω, τεμαχίζω, κοπεί, κομμένα, έκοψε, κόβεται, ...
- außengebäude στα ελληνικά - Συνεχόμενο κτίσμα, προσκτίσματα, βοηθητικά κτίσματα, προσκείμενους χώρους, outbuildings
- biographien στα ελληνικά - βιογραφίες, βιογραφικά, βιογραφιών, τις βιογραφίες, βιογραφίες γλωσσάρι
- blockhaus στα ελληνικά - ξύλινη καλύβα, καλύβα
Τυχαίες λέξεις
Stehlen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκιστρώνω, σηκώνω, λάχανο, υψώνω, ασανσέρ, κλέβω, τσιμπώ, άγκιστρο, γάντζος, θεωρητικός, βουτώ, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Μεταφράσεις: αγκιστρώνω, σηκώνω, λάχανο, υψώνω, ασανσέρ, κλέβω, τσιμπώ, άγκιστρο, γάντζος, θεωρητικός, βουτώ, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν