Λέξη: επιτήδειος

Σχετικές λέξεις: επιτήδειος

επιτήδειος συνώνυμα, επιτήδειοσ γιώργοσ, επιτήδειος γεωργιος, επιτήδειος συνώνυμο, επιτήδειος λεξικο, επιτήδειος αρχαία, επιτήδειος σημασία, επιτήδειος ουδέτερος, επιτήδειος χρυση αυγη, επιτήδειος ετυμολογία

Συνώνυμα: επιτήδειος

επιδέξιος, βολικός, εύχρηστος, ευχερής, πρόχειρος, εξυπηρετικός, λείος, εύγλωτος, έξυπνος, πανούργος, οξύνους, πονηρός, πολυμήχανος, ικανός, έντεχνος, δεξιοτέχνης

Μεταφράσεις: επιτήδειος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
skilful, adept, dexterous, deft, slicker, skillful, shrewd
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diestro, primoroso, experto, hábil, ágil, hábiles, diestra
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gekonnt, geschickt, meister, erfahren, gewandt, eingeweihte, eingeweihter, experte, flink, geschickten, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
subtil, accort, habile, maître, versé, preste, leste, partisan, expérimenté, expert, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lesto, perito, esperto, abile, agile, abili, deft
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jeitoso, derrapar, perito, ágil, mestre, patim, hábil, destro, deft, hábeis
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
expert, bekwaam, deskundig, vaardig, handig, aanhanger, beoefenaar, bedreven, behendig, deskundige, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
понятливый, смышленый, ловкий, умелый, знающий, опытный, оборотистый, хваткий, находчивый, проворный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyktig, mester, kyndig, erfaren, behendig, netthendt, reagerer kjapt, deft, håndlag
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skicklig, flink, händig, skickliga, deft, flinka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näppärä, taitava, asiantuntija, erikoistuntija, mestari, notkea, haka, näppäriä, deft, kätevä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspert, dygtig, behændig, Ferme, fingernem, ferm, deft
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obratný, šikovný, bystrý, hbitý, zručný, zkušený, pohotový, dovedný, obratným, hbité
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umiejętny, wprawny, zręczny, biegły, sprytny, doświadczony, pomysłowy, zwinny, sprawny, zgrabny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ügyes, jobbkezes, szakképzett, fürge
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
becerikli, hünerli, usta, deft, marifetli, usta bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
досвідчений, удатний, тямущий, ловкий, майстерний, умілий, вправний, знавець, здібний, здатний, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shkathët, shkathët, e shkathët
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сръчен, пъргав, ловко, умел, сръчно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрытны, спрытнейшы, зграбны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meister, võimekas, oskuslik, meisterlik, väle, osav, nobe, Näppärä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vješt, umiješan, iskusan, spretan, umješan
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
laginn, deft
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
callidus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nagingas, vikrus, miklus, Sudėtys, mitrus, Tobulėti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietpratīgs, izveicīgs, prasmīgs, veikls
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пргав, вешти, вешта, вешт, со вешти
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iscusit, expert, îndemânatic, iute de mână, abil, deft, de abil, abilă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Spreten, deft, Umješan
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zručný, obratný, zdatný, šikovný, obratné, obratná

Στατιστικά δημοτικότητας: επιτήδειος

Τυχαίες λέξεις