Λέξη: επιδαψιλεύω

Σχετικές λέξεις: επιδαψιλεύω

επιδαψιλεύω ετυμολογία, επιδαψιλεύω συνώνυμα, επιδαψιλεύω σημασια, επιδαψιλεύω ορισμος

Μεταφράσεις: επιδαψιλεύω

επιδαψιλεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shower, lavish

επιδαψιλεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lluvia, aguacero, ducha, pródigo, lujoso, prodigar, espléndido, abundante

επιδαψιλεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dusche, regenschauer, freigebig, schauer, verschwenderisch, üppig, großzügig, aufwendig, aufwändig

επιδαψιλεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tombée, prodiguer, généreux, douche, ondée, douchent, prodigue, dépensier, averse, douchons, tub, large, somptueux, giboulée, abat, douchez, luxueux, copieux

επιδαψιλεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
doccia, generoso, rovescio, acquazzone, elargire, sontuoso, sontuosa, lussuoso, prodigo, sontuosi

επιδαψιλεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expor, mostrar, exibir, chuveiro, pródigo, luxuoso, pródiga, generoso, exuberante

επιδαψιλεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwistig, douchen, douche, stortbad, weelderige, royale, overvloedige, uitbundige

επιδαψιλεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щедрый, дождик, орошать, душ, забрасывать, помпезный, град, обильный, осыпать, густой, изобильный, расточительный, ливень, чрезмерный, задаривать, экспонент, щедрыми, щедрые, щедрым, щедро

επιδαψιλεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
byge, rundhåndet, dusj, skur, overdådige, overdådig

επιδαψιλεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dusch, slösaktig, påkostade, påkostad, överdådiga, överdådig, påkostat

επιδαψιλεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaatosade, tuhlata, sadekuuro, suihku, ylenpalttinen, tuhlaavainen, syytää, rankkasade, ryöppy, ylenmääräinen, runsas, ylellinen, ylellisen

επιδαψιλεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brusebad, overdådige, overdådig, flot, overdådigt, lavish

επιδαψιλεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plýtvat, marnotratný, sprška, přeháňka, sprchování, nešetřit, osprchování, sprcha, štědrý, bohaté, opulentní, četný

επιδαψιλεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obdarzać, obfity, przelotność, hojny, szafować, natrysk, wylew, sowity, prysznic, rozrzutny, ulewa, obfite, lavish, obfitych

επιδαψιλεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pompás, bőséges, túláradó, pazar, fényűző, pazarló

επιδαψιλεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müsrif, savurgan, lüks, cömert, cömert bir, lüks bir

επιδαψιλεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
душ, жайворонок, зрошувати, закидати, занедбувати, поливати, щедрий, щедра, найщедріший

επιδαψιλεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bujar, bollshëm, tepruar, i tepruar, tepërmi

επιδαψιλεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
душ, разточителен, разхищавам, пищен, пищна, пищни

επιδαψιλεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчодры, шчодрая

επιδαψιλεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülevoolav, pillav, valang, priiskav, pritsima, pillama, heldekäeline, kesised, rikkalikku, lavish

επιδαψιλεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tuš, rasipati, liti, kiša, pljuštati, rasipan, pokazivač, pljusak, raskošan, bujno, raskošna, raskošne, raskošni

επιδαψιλεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sturta, helli

επιδαψιλεύω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prodigus, pluvia

επιδαψιλεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dušas, dosnus, dosniam, prabangų, išlaidus, Lavish

επιδαψιλεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
duša, devīgs, ļoti liels, greznā, izšķērdīgs, izšķiest

επιδαψιλεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
раскошен, раскошна, раскошната, раскошни, обилен

επιδαψιλεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expozant, duş, du, generos, lavish, generoasă, generoase, luxos

επιδαψιλεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tratiti, tuš, razsipen, razkošno, lavish, razkošen, navdušeno

επιδαψιλεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprcha, štedrý, veľkorysý, Christmas, Štědrý
Τυχαίες λέξεις