Ton στα ελληνικά
Μετάφραση: ton, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνή, ακουστικός, άργιλος, ατμόσφαιρα, τόνος, ηχώ, ήχος, γερός, πηλός, πηλό, αργίλου, άργιλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altistin στα ελληνικά - κοντράλτο, contralto, μεσόφωνος, βαθύφωνος, χαμηλοτέρα γυναικεία φωνή
- befehlsempfänger στα ελληνικά - αποδέκτης, παραλήπτη, παραλήπτης, αποδέκτη, δικαιούχος
- beifügung στα ελληνικά - συμπλήρωμα, βάζω, εισάγω, αναπληρωτής, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, ...
- dekretierte στα ελληνικά - διάταγμα, αποφασίστηκε, θέσπισε, κήρυξε
Τυχαίες λέξεις
Ton στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνή, ακουστικός, άργιλος, ατμόσφαιρα, τόνος, ηχώ, ήχος, γερός, πηλός, πηλό, αργίλου, άργιλο
Μεταφράσεις: φωνή, ακουστικός, άργιλος, ατμόσφαιρα, τόνος, ηχώ, ήχος, γερός, πηλός, πηλό, αργίλου, άργιλο