Λέξη: πειθαρχικός

Σχετικές λέξεις: πειθαρχικός

πειθαρχικός κώδικας εκπαιδευτικών, πειθαρχικός κανονισμός επο, πειθαρχικός έλεγχος, πειθαρχικός έλεγχος δικαστών, πειθαρχικός κώδικας, πειθαρχικός έλεγχος μαθητών, πειθαρχικός κώδικας επο, πειθαρχικός συνώνυμο, πειθαρχικός κώδικας δημοσίων υπαλλήλων, πειθαρχικός ουλαμός καλπακίου

Συνώνυμα: πειθαρχικός

υπάκουος, ευπειθής, υπήκοος

Μεταφράσεις: πειθαρχικός

πειθαρχικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disciplinary, obedient, disciplining, a disciplinary, disciplinary board convened

πειθαρχικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disciplinario, disciplinaria, disciplinarias, disciplina, disciplinar

πειθαρχικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
disziplinarisch, Disziplinar-, Disziplinar, disziplinären

πειθαρχικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
disciplinaire, disciplinaires, discipline, de discipline, interdisciplinaire

πειθαρχικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disciplinare, disciplinari, disciplina, disciplinare di

πειθαρχικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
disciplinar, disciplinares, disciplina, de disciplina

πειθαρχικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
disciplinair, disciplinaire, tuchtrechtelijke, tuchtrechtelijk, tuchtprocedure

πειθαρχικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дисциплинарный, исправительный, воспитывающий, дисциплинирующий, дисциплинарное, дисциплинарной, дисциплинарные, дисциплинарного

πειθαρχικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
disiplinære, disiplinær, faglige, disipliner

πειθαρχικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
disciplinära, disciplin, disciplinär, vetenskapligt, disciplinärt

πειθαρχικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurinpidollinen, kurinpitomenettelyn, kurinpidollisia, kurinpidollisten, kurinpidollista

πειθαρχικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
disciplinære, disciplinær, disciplinærsag, disciplinært, disciplinærmyndighed

πειθαρχικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kázeňský, disciplinární, disciplinárního, kárného, disciplinárnímu, disciplinárním

πειθαρχικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyscyplinarny, dyscyplinarne, dyscyplinarnego, dyscyplinarnych, dyscyplinarna

πειθαρχικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyelmi, a fegyelmi, diszciplináris

πειθαρχικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
disiplin, disiplinli, disiplinler, disipliner

πειθαρχικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виправний, дисциплінарний, дисциплінарного, дисциплінарна, дисциплінарну

πειθαρχικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
disiplinor, disiplinore, disciplinore, diciplinore

πειθαρχικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дисциплинарен, дисциплинарно, дисциплинарни, дисциплинарна, дисциплинарната

πειθαρχικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дысцыплінарны, дысцыплінарная

πειθαρχικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
distsiplinaar-, distsiplinaarmenetluse, distsiplinaarmeetmete, distsiplinaarsüüteo, distsiplinaarvõimu

πειθαρχικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
disciplinska, disciplinski, stegovni, stegovna, disciplinarne

πειθαρχικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refsiaðgerða, viðurlögum, aga, viðurlög, agar

πειθαρχικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drausminė, drausminės, drausminę, drausminio, drausminių

πειθαρχικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
disciplinārs, disciplināro, disciplināro procedūru sākšanu, disciplinārās, disciplinārā

πειθαρχικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дисциплинска, дисциплински, дисциплинарен, дисциплинската, дисциплинските

πειθαρχικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
disciplinar, disciplinare, disciplinară, disciplinara, disciplină

πειθαρχικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
disciplinární, disciplinski, disciplinske, disciplinska, disciplinskih, uvedbo disciplinskih

πειθαρχικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
disciplinárne, disciplinárny, disciplinárnej, disciplinárnu, disciplinárna
Τυχαίες λέξεις