Γερός στα γερμανικά

Μετάφραση: γερός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorig, alt, vorhergehend, betagt, dich, alten, alte, alter, altes
Γερός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γερός

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γερός λεξικό γλώσσας γερμανικά, γερός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • γέρικος στα γερμανικά - vorhergehend, dich, vorig, betagt, alt, gerikos
  • γέρνω στα γερμανικά - abhang, kurve, knapp, falte, schrägfläche, höchstleistung, ackerbau, ...
  • γέφυρα στα γερμανικά - überbrücken, brücke, Brücke, Bridge, Brücken
  • γήινος στα γερμανικά - derb, weltlich, irdisch, irdischen, irdische, Erden, irdischer
Τυχαίες λέξεις
Γερός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: vorig, alt, vorhergehend, betagt, dich, alten, alte, alter, altes