Unabhängigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: unabhängigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgewälzt στα ελληνικά - πέρασε, πέρασαν, περάσει, διέρχεται, περνά
- ablauffähig στα ελληνικά - εκτελέσιμο, εκτελέσιμα, εκτελέσιμο αρχείο, εκτελέσιμου, εκτελέσιμη
- anbeter στα ελληνικά - θαυμαστής, προσκυνητής, λάτρης, λάτρη, λατρευτής, προσκυνητή
- dreckige στα ελληνικά - βρώμικος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Τυχαίες λέξεις
Unabhängigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
Μεταφράσεις: ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία