Λέξη: ομπρέλα

Σχετικές λέξεις: ομπρέλα

ομπρέλα ήλιου, ομπρέλα κήπου ικεα, ομπρέλα τοίχου, ομπρέλα θαλάσσης, ομπρέλα ονειροκρίτης, ομπρέλα κήπου, ομπρέλα θαλάσσης terra tresol, ομπρέλα για καρότσι, ομπρέλα θαλάσσης terra ultrasol, ομπρέλα βροχής

Συνώνυμα: ομπρέλα

αλεξιβρόχιο, αλεξήλιο, ομπρέλλα

Μεταφράσεις: ομπρέλα

ομπρέλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
umbrella, an umbrella, parasol, umbrella of, beach umbrella

ομπρέλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paraguas, sombrilla, el paraguas, paraguas de, del paraguas

ομπρέλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regenschirm, schirm, Regenschirm, Schirm, Dach

ομπρέλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parasol, parapluie, pébroc, cadre, égide, ombrelle

ομπρέλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ombrello, parapioggia, ombrellone, l'ombrello, umbrella, dell'ombrello

ομπρέλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guarda-chuva, finalmente, umbrella

ομπρέλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paraplu, parasol, overkoepelende, umbrella, overkoepelend

ομπρέλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зонт, зонтик, ширма, зонтика, зонтиком, зонтичной

ομπρέλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
paraply, parasoll, paraplyen, paraplyorganisasjon

ομπρέλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
paraply, parasoll, paraplyet, övergripande

ομπρέλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päivänvarjo, auringonvarjo, sateenvarjo, sateenvarjon, umbrella, katto, kattojärjestö

ομπρέλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
paraply, parasol, paraplyen, paraplyorganisation

ομπρέλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slunečník, deštník, zastřešující, deštníku, zastřešuje

ομπρέλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
parasol, dzwon, parasolka, umbrella, parasolem, parasola

ομπρέλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esernyő, napernyő, égisze, ernyő, esernyőt

ομπρέλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şemsiye, Umbrella, şemsiyesi, çatı, bir şemsiye

ομπρέλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зонтик, зонт, невидимий, парасолька, парасольку, парасоль, парасолю

ομπρέλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çadër, ombrellë, ombrellë e, ombrellë të, ombrellën

ομπρέλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чадър, чадъра, чадъри, шапка

ομπρέλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парасон, зонт

ομπρέλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meduus, vihmavari, kaitsevari, katuse, vihmavarju, katusorganisatsioon, egiidi

ομπρέλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suncobran, kišobran, padobran, krovna, kišobrana, krovni

ομπρέλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
regnhlíf, Veitingastaður, Umbrella, Veitingastaður á, Verönd

ομπρέλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skėtis, skėtinė, skėtis nuo saulės, umbrella, skėčio

ομπρέλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietussargs, jumta, lietussargu, saulessargs, lietussarga

ομπρέλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чадор, чадорот, капата, закрила, чадорски

ομπρέλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umbrelă, umbrela, umbrelă de, umbrele

ομπρέλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dežnik, krovna, senčnik, umbrella, krovni

ομπρέλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dáždnik, umbrella

Στατιστικά δημοτικότητας: ομπρέλα

Τυχαίες λέξεις