Λέξη: αναλγητικός
Σχετικές λέξεις: αναλγητικός
αναλγητικός συνώνυμο
Συνώνυμα: αναλγητικός
ανάλογος
Μεταφράσεις: αναλγητικός
αναλγητικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
analgesic, an analgesic
αναλγητικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
analgésico, analgésica, analgésicos, analgésicas, de analgésicos
αναλγητικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
analgetikum, Schmerzmittel, Analgetikum, analgetischen, schmerzstill
αναλγητικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
analgésique, analgésiques, antalgique, un analgésique, antalgiques
αναλγητικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
analgesico, analgesica, analgesici, analgesiche, antalgico
αναλγητικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
analgésico, analgésica, analgésicos, analg�ico, analgésicas
αναλγητικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pijnstillend, analgeticum, analgetische, pijnstillende, analgetisch
αναλγητικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болеутоляющий, анальгетик, обезболивающее, болеутоляющее, обезболивающий, анальгетиком
αναλγητικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
analgetikum, smertestillende, analgetisk, smertestill, analgetiske
αναλγητικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smärtstillande medel, smärtstillande, analgetiska, analgetisk, analgetikum
αναλγητικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kipulääke, analgeettinen, analgeettista, kipua lievittävä, analgeettisen
αναλγητικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smertestillende, analgetisk, analgetiske, analgetikum, smertestillende middel
αναλγητικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
analgetický, analgetikum, analgetické, analgetická, analgetickou
αναλγητικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeciwbólowy, środek przeciwbólowy, przeciwbólowe, przeciwbólowego, przeciwbólowym
αναλγητικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fájdalomcsillapító, fájdalmatlan, analgetikus, analgetikum, fájdalomcsillapítót, fájdalomcsillapító hatású
αναλγητικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
analjezik, ağrı kesici, analjesik, analjezi
αναλγητικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анальгетик, аналгетик, анальгетік
αναλγητικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
analgjezik, analgjeziku, analgjetik, analgjezik të, analgjezik te
αναλγητικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аналгетик, аналгетичен, аналгетично, аналгетична, аналгетичния
αναλγητικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
анальгетык
αναλγητικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valuvaigistav, valuvaigisti, analgeetilist, analgeetiline, analgeetilise
αναλγητικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
analgetik, analgetski, analgetsko, analgesic, analgetička
αναλγητικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verkjastillandi, verkjalyf, verkjalyf sem, verkjalyfið, kvalastillandi
αναλγητικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
analgetikas, skausmą, analgetiką, analgetiko
αναλγητικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sāpes remdinošs, pretsāpju līdzeklis, sāpes remdinošs līdzeklis, remdinošs līdzeklis
αναλγητικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аналгетик, аналгетски, аналгетично, аналгетици, аналгетскиот
αναλγητικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
analgezic, analgezice, analgezică, analgezica, de analgezic
αναλγητικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
analgetik, analgetično, analgetika, analgetični
αναλγητικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
analgetický, analgetikum, analgetika, analgetiká
Τυχαίες λέξεις