Ungünstig στα ελληνικά
Μετάφραση: ungünstig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυστυχής, σε, βλαβερός, προς, επιβλαβής, δυσμενής, δυσμενείς, δυσμενή, δυσμενών, αρνητική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aber στα ελληνικά - ήρεμος, ακίνητος, ακόμα, όμως, γαλήνιος, αλλά, ωστόσο, ...
- blasig στα ελληνικά - φουσκάλες, blistered, φου- σκωμένα, φου-, με φουσκάλες
- dendrologen στα ελληνικά - Δενδρολόγοι
Τυχαίες λέξεις
Ungünstig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυστυχής, σε, βλαβερός, προς, επιβλαβής, δυσμενής, δυσμενείς, δυσμενή, δυσμενών, αρνητική
Μεταφράσεις: δυστυχής, σε, βλαβερός, προς, επιβλαβής, δυσμενής, δυσμενείς, δυσμενή, δυσμενών, αρνητική