Λέξη: βοσκότοπος
Σχετικές λέξεις: βοσκότοπος
βοσκότοπος ε9, επιλέξιμος βοσκότοπος
Συνώνυμα: βοσκότοπος
άδενδρος πεδιάς της Αφρικής
Μεταφράσεις: βοσκότοπος
βοσκότοπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pasture, grazing land, veldt, veld, sheep run, grass land
βοσκότοπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prado, pasto, pastura, apacentar, tierras de pastoreo, las tierras de pastoreo, pastizales, pastos, tierra de pastoreo
βοσκότοπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grasen, weiden, gras, aue, futter, weideland, au, viehweide, weide, Weideland, Weideflächen, Weide
βοσκότοπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fourrage, pâturage, pacager, engrais, pâture, gagnage, pacage, herbage, paître, pâturer, pâturages, des pâturages, les pâturages, de pâturages
βοσκότοπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pascere, pascolare, pascolo, pascoli, dei pascoli, terreni da pascolo, terra da pascolo
βοσκότοπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pastagens, terra de pastagem, pastos, de pastagens, terras de pastagem
βοσκότοπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weiland, weide, grasland, weidegrond, graasland, weilanden
βοσκότοπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пастись, пасти, пажить, пастбище, выпас, выгон, пастбищными угодьями, пастбища, пастбищ, пастбищные угодья, пастбищных угодий
βοσκότοπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beite, beitemark, beiteområder, beite land, beitemarker
βοσκότοπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betesmark, betesmarker, betesmark som, betesmarkerna
βοσκότοπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiduntaa, laidun, rehu, niitty, laidunmaa, laidunmaan, laidunmaata, laidunten, laidunmaiden
βοσκότοπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
græs, græsningsarealer, græsgange, græsarealer, græsningsareal, græsning
βοσκότοπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spásat, pást, pastva, krmivo, pastvin, pastviny, pastvin pro, produktivita pastvin
βοσκότοπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pastwisko, pasza, paśnik, paść, wygon, pastwiska, pastwisk, pastwiskami
βοσκότοπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legelő, legelők, legelőket, legelőn, legelőgazdálkodás
βοσκότοπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
otlak, mera, otlatma, otlayan, otlama, grazing
βοσκότοπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пасовище, пасовисько, пастися, пастись, пасовищний угіддями
βοσκότοπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
livadh, toka, tokës, tokë, e tokës, të tokës
βοσκότοπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пасбище, пасище, пасища, пасищата, терени за паша, пасище се отдава
βοσκότοπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пашавых
βοσκότοπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karjamaa, karjatama, karjamaade, karjamaad, rohumaa, karjamaid
βοσκότοπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pašnjaci, ispaša, pasti, pašnjak, paša, ispašu
βοσκότοπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beitiland
βοσκότοπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ganykla, ganyklos, ganyklų, žole apaugusi ganykla
βοσκότοπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ganības, ganību, ganību zemes
βοσκότοπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пасишта, пасиштата
βοσκότοπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
păşune, pășuni, pășunilor, pășunile, pășune, terenuri pentru pășunat
βοσκότοπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pást, pašniki, pašnikov, s pašniki, zemljo za pašo, pašne površine
βοσκότοπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pást, pastva, pasienkov, pastvín, pasienky, pastviny, lúk