Λέξη: πολυτέλεια
Σχετικές λέξεις: πολυτέλεια
πολυτέλεια συνώνυμο, φορος πολυτέλεια, πολυτέλεια αντώνυμο, πολυτέλεια αντίθετο, πολυτέλεια αποφθέγματα, πολυτέλεια της παιδείας, προσιτή πολυτέλεια, πολυτέλεια η παιδεία, ονειροκρίτης πολυτέλεια, πολυτέλεια συνώνυμα
Συνώνυμα: πολυτέλεια
χλιδή, δαψίλεια, σπατάλη, τρυφηλώτης, τρυφηλώτητα, δαπανηρότητα, δαπανηρότης
Μεταφράσεις: πολυτέλεια
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
luxury, afford, luxury of, a luxury, luxurious
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lujo, de Lujo, lujoso, lujo de, el lujo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufwand, reichtum, luxuriös, luxus, Luxus, luxuriöse, luxuriösen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excès, surabondance, exubérance, richesse, opulence, luxe, magnificence, abondance, de luxe, luxueux, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lusso, lussuoso, di lusso, prestigio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luxo, de luxo, luxuoso, luxuosa, luxuosos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weeldeartikel, weelde, weelderigheid, pracht, lux, luxe, luxeartikel, luxueuze, luxe stijl, in luxe stijl
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наслаждение, богатство, люкс, роскошь, роскошество, роскошный, роскоши, роскошные
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
luksus, luksuriøse, luksuriøs, luksuriøs stil
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lyx, lyxiga, lyxig, lyxigt, lyxstil
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loisto, ylellisyys, ylellisyyttä, ylellinen, luksushotelleista, luksus
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
luksus, luksusfaciliteter, med luksusfaciliteter, luksuriøse, luksushotel
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bohatství, luxus, nadbytek, přepych, luxusní, luxusní ubytovací, luxusním
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbytek, przepych, obfitość, wykwint, luksusowy, luksus, luksusowe, luksusowych, luxury
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
luxus, luxusszállodák, a luxusszállodák, a luxus, luxust
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lüks, Luxury, lüks bir, numaralı lüks
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкішно, розкіш, розкоші
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luks, Luksoze, luksoz, luksi, luksoze të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лукс, луксозен, луксозна, луксозно, луксозни
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раскоша, раскошу
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
luksus, luksuslik, luksust, luksuskaupade, luksuslikku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
luksuz, luksuzne, rasipnost, raskoš, rastrošnost, luksuzni, luksuznih, luksuzna, luksuzno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lúxus, Luxury, Lúxus í
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
luxus, luxuria
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prabanga, Luxury, Prabangos, prabangus, prabangūs
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
greznība, greznums, luksusa, Luxury, luksus, greznību
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
луксуз, луксузни, луксузот, луксузен, луксузна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lux, de lux, luxul, lux de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razkošje, luxury, luksuz, luksuzna, luksuzni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
luxusní, luxus
Τυχαίες λέξεις