Unverheiratet στα ελληνικά

Μετάφραση: unverheiratet, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονός, μόνος, μονόκλινος, ανύπαντρος, άγαμος, άγαμα, άγαμων, ανύπαντρα, άγαμο
Unverheiratet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absorbieren στα ελληνικά - απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
  • achtzigstel στα ελληνικά - ογδόντα, από ογδόντα
  • bauplatz στα ελληνικά - τόπος, εργοτάξιο, οικόπεδο, εργοταξίου, οικοπέδου, οικοδομή
  • blähsucht στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, Blähsucht
Τυχαίες λέξεις
Unverheiratet στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονός, μόνος, μονόκλινος, ανύπαντρος, άγαμος, άγαμα, άγαμων, ανύπαντρα, άγαμο