Ανύπαντρος στα γερμανικά

Μετάφραση: ανύπαντρος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eins, einzelne, unverheiratet, einfach, einzeln, ledig, unverheiratete, unverheirateten
Ανύπαντρος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύπαντρος

ανύπαντροσ πατέρασ, ανύπαντρος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανύπαντρος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ανωφελής στα γερμανικά - zwecklos, unnütz, nutzlos, gewinnlos, profitless, nutzlosen, unrentabel
  • ανόητος στα γερμανικά - unnütz, müßig, unsinnig, sinnlos, Narr, täuschen, Dummkopf, ...
  • ανύψωση στα γερμανικά - anheben, anhebung, erziehung, aufzucht, gipfel, emporheben, höhepunkt, ...
  • ανώδυνος στα γερμανικά - schmerzlos, schmerzfrei, schmerz, schmerzlose
Τυχαίες λέξεις
Ανύπαντρος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: eins, einzelne, unverheiratet, einfach, einzeln, ledig, unverheiratete, unverheirateten