Λέξη: άκρο
Σχετικές λέξεις: άκρο
άκρον άωτον, άκρο δεξιά, άκρο πόδα, αμινοτελικό άκρο, άκρο club, άκρο χέρι, άκρο σαμπανης, άκρο πόδι, άκρο γκάζι, άκρο φάντασμα
Συνώνυμα: άκρο
τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, φινάλε, άκρη, χείλος, κόψη, φιλοδώρημα, πουρμπουάρ, μυστική πληροφορία, μέλος του σώματος, κλώνος δέντρου, μέλος, περιθώριο, όριο, σύνορο, έσχατη ανάγκη, ακρότητα, περβάζι, στήριγμα, εγκάθιση, βαρέλι, στόχος, υποκόπανος, γύρος, μέτωπο, οφρύς, ράβδος, ράμφος, ρύγχος, κορυφή, αιχμή, ζάντα, πόδι, πρόποδες, πους, βάση
Μεταφράσεις: άκρο
αγγλικά
limb
ισπανικά
miembro
γερμανικά
glied, ast, schenkel, gliedmaße, arm
γαλλικά
branche, rameau, membre
ιταλικά
membro, ramo, arto
πορτογαλικά
membro, lírio
ολλανδικά
lid, lidmaat
ρωσικά
сук, ветвь, концовка, ветка, член, ...
νορβηγικά
lem
σουηδικά
ände, änden, slutet, slut, utgången
φινλανδικά
ruumiinjäsen, raaja, oksa, haara, jäsen
δανικά
medlem, lem
τσεχικά
rameno, úd, končetina, větev
πολωνικά
członek, kończyna, gałąź, konar
ουγγρικά
vég, végén, vége, végéig, végére
τούρκικα
son, uç, sonu, bitiş, ucu
ουκρανικά
лілейно-білий, бездоганний, білосніжний
αλβανικά
fund, fundi, në fund, fund të, përfundimtar
βουλγαρικά
край, краен, цел, края, края на
λευκορωσικά
канец, Конец
εσθονικά
jäse, välisserv
κροατικά
član, raščlaniti, raskomadati, ekstremitet, ud
ισλανδικά
enda, endir, lok, hætta
λιθουανικά
pabaiga, galas, pabaigos, galutinio, pabaigoje
λετονικά
beigas, gals, beigām, gala, beigu
σλαβομακεδονικά
крајот, крај, крајот на, end, крајниот
ρουμανικά
membru
σλοβενικά
úd
σλοβακικά
úd