Verdichten στα ελληνικά
Μετάφραση: verdichten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπυκνωμένος, συμπαγής, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ableitungen στα ελληνικά - παράγωγα, παραγωγές, τα παράγωγά, απαγωγές, τις παραγωγές
- anwachsung στα ελληνικά - προσαύξηση, πρόσφυση, επικάθηση, προσαύξησης, συσσώρευσης, πρόσφυσης
- barium στα ελληνικά - βάριο, βαρίου, του βαρίου, το βάριο
- durchaus στα ελληνικά - αρκετά, εντελώς, τελείως, απολύτως, πολύ, είναι αρκετά
Τυχαίες λέξεις
Verdichten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπυκνωμένος, συμπαγής, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Μεταφράσεις: συμπυκνωμένος, συμπαγής, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει