Λέξη: κορεσμός
Σχετικές λέξεις: κορεσμός
κορεσμός ρήμα, κορεσμός οξυγόνου φυσιολογικές τιμές, κορεσμός τρανσφερρίνης, κορεσμος συνώνυμα, κορεσμός χρώματος, κορεσμός αιμοσφαιρίνης, κορεσμός οξυγόνο, κορεσμός οξυγόνου, κορεσμός αίματος, κορεσμός τρανσφερίνης
Συνώνυμα: κορεσμός
μπόχα, χορτασμός, κόρεση, πλήρωση, κόρος, διάβρεξη, μούσκευμα
Μεταφράσεις: κορεσμός
κορεσμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saturation, surfeit, repletion, satiety, saturation of, saturated
κορεσμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hartar, plétora, saturación, la saturación, saturación de, de saturación, la saturación de
κορεσμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übersättigung, ausnutzung, überfluss, sättigung, Sättigung, Sättigungs, die Sättigung, der Sättigung
κορεσμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assouvissement, exubérance, superflu, utilisation, surplus, excédent, imprégnation, rassasier, revêtement, surface, pléthore, saturation, rassasiement, surabondance, excès, la saturation, de saturation, une saturation, saturation de
κορεσμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
saturazione, di saturazione, la saturazione, saturazione del, saturazione di
κορεσμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saturação, saturação de, de saturação, a saturação, saturação da
κορεσμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzadiging, de verzadiging, kleurverzadiging, saturatie, verzadigde
κορεσμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избыточность, излишество, до, насыщенность, пресытить, избыток, неумеренность, пресыщать, насыщение, насыщения, насыщенности, насыщении
κορεσμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
metning, metnings, metningen, fargemetning
κορεσμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mättnad, mättnads, mättnaden, mätt
κορεσμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylitarjonta, kylläisyys, ylitäyttää, ylensyödä, ylensyönti, kyllästys, kylläisyyttä, saturaatio, värikylläisyyttä
κορεσμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mætning, farvemætning, mætningen, mættet, saturation
κορεσμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přebytek, nasycení, sycení, nasycenost, nadbytek, napuštění, saturace, impregnace, přesytit, napouštění, sytost, sytosti, saturační
κορεσμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesycić, nasycanie, nasycenie, przesycać, przesycenie, przesiąknięcie, nadmiar, przepojenie, przesyt, saturacja, nasycenia, wysycenie, saturacji
κορεσμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átitatás, túlterheltség, telítettség, telítettségi, színtelítettség, telítettségét, telítettséget
κορεσμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doyma, doygunluk, doygunluğu, satürasyonu, satürasyon
κορεσμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насиченість, надмірність, насичення
κορεσμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngopje, mbushje, ngopjes, saturation, ngopja
κορεσμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
излишество, насищане, насищането, на насищане, наситеност, сатурация
κορεσμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
насычэнне, насычэньне
κορεσμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülesöömine, üleküllastus, küllastus, küllastumine, küllastuse, küllastumise, küllastust
κορεσμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neumjerenost, zasićenja, zasićenost, presićenost, zasićenje, zasićenosti, saturation
κορεσμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mettun, litamettun, mettunarstyrkur
κορεσμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sotis, prisotinimas, įsotinimas, soties, sodrumas
κορεσμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piesātinājums, piesātinājuma, piesātinājumu, piesātināta, saturation
κορεσμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заситеноста, сатурација, заситување, заситеност, сатурацијата
κορεσμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
saturație, de saturație, saturația, saturare, saturatie
κορεσμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nasičenost, nasičenosti, nasičenje, saturation, nasičenja
κορεσμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nasýtenia, nasýtenie, nasýtení, saturácie, nasýteniu
Τυχαίες λέξεις