Verwindung στα ελληνικά
Μετάφραση: verwindung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρέψη, στρέβλωση, στρέβλωσης, τη στρέβλωση, παραμόρφωση, στημόνιασμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abberufen στα ελληνικά - αριθμός, ανάκληση, ανάκλησης, ανάκλησή, απόσυρση, ανάκλησή του
- abkömmlinge στα ελληνικά - τεύχος, θέμα, απόγονοι, απογόνους, απογόνων, κατιόντες, απόγονοί
- ausgerückt στα ελληνικά - απεμπλακεί, απεμπλοκή, απεμπλέκεται, αποσυμπλέκεται, αποσυμπλεγμένο
- begrenztheit στα ελληνικά - περιορισμοί, περιορισμούς, περιορισμών, τους περιορισμούς, όρια
Τυχαίες λέξεις
Verwindung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρέψη, στρέβλωση, στρέβλωσης, τη στρέβλωση, παραμόρφωση, στημόνιασμα
Μεταφράσεις: στρέψη, στρέβλωση, στρέβλωσης, τη στρέβλωση, παραμόρφωση, στημόνιασμα