Λέξη: αθλητικός
Σχετικές λέξεις: αθλητικός
αθλητικός όμιλος βουλιαγμένης, αθλητικός όμιλος κηφισιάς, αθλητικός όμιλος αντισφαίρισης ηλιούπολης, αθλητικός πολιτιστικός σύλλογος διασ, αθλητικός εξοπλισμός, αθλητικός τύπος, αθλητικός τουρισμός, αθλητικός ιππικός όμιλος βάρης, αθλητικός νόμος, αθλητικός σύλλογος ηλιούπολης
Συνώνυμα: αθλητικός
ριψοκίνδυνος
Μεταφράσεις: αθλητικός
αθλητικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
athletic, sporting, sports, is Athletic, Sport
αθλητικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atlético, deportivo, atlética, atletismo, deportiva
αθλητικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kräftig, sportlich, athletisch, sportliche, sportlichen, athletische
αθλητικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
athlétique, sportif, Athletic, sportive, athlétisme
αθλητικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atletico, Athletic, atletica, atletiche, sportivo
αθλητικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atlético, Athletic, atlética, atleta, atletismo
αθλητικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atletisch, atletische, Athletic, sportieve, atletiek
αθλητικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спортивный, физкультурный, атлетический, Спортивное, спортивная, атлетические упражнения
αθλητικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
atletisk, atle, athletic, atletiske
αθλητικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
athletic, idrotts, Atletisk, atletiska, idrotts-
αθλητικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
roteva, urheilu-, urheilullinen, Atleettinen, Athletic
αθλητικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
atletisk, Athletic, atletiske, sportslige, Sportsbeklædning
αθλητικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
atletický, sportovní, lehkoatletický, Athletic, Atletická, atletické
αθλητικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lekkoatletyczny, sportowy, silny, muskularny, atletyczny, wysportowany, gimnastyczny
αθλητικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kisportolt, atlétikai, Athletic, Atletikus, sportos, atlétikus
αθλητικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atletik, Athletic, spor, sportif, atletizm
αθλητικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
атлетичний, спортивний, спортивне, спортивного
αθλητικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
atletik, sportiv, atletike, Athletic, Atletikës
αθλητικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атлетичен, Атлетично, атлетична, лека атлетика, спортните
αθλητικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спартыўны, спартовы, спартыўнае, спартыўная, спартыўную
αθλητικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
atleetlik, sportlik, sportlikud, sportlikku, sportlike
αθλητικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
športske, atletski, atletska, atletski tip, atletske
αθλητικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Athletic, íþróttum, kraftmikið, íþróttafata, íþróttakeppni
αθλητικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atletiškas, Athletic, sporto, nenaudoju atletiškas, kompanijos nenaudoju atletiškas
αθλητικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atlētisks, sporta, Athletic, izgatavotie sporta, sportisks
αθλητικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
атлетски, Атлетик, атлетски тип, атлетските, спортски
αθλητικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atletic, Athletic, atletice, atletica, atletică
αθλητικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
atletska, athletic, atletski, atletske, atletsko
αθλητικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
atletický
Στατιστικά δημοτικότητας: αθλητικός
Τυχαίες λέξεις