Λέξη: άδικος

Σχετικές λέξεις: άδικος

άδικοσ κόσμοσ trailer, άδικος κόσμος ταινία, άδικος κόσμος free download, άδικος κόσμος online, άδικος κόσμος download, άδικος κόσμος 2012, άδικοσ κόσμοσ dvdrip, άδικος κόσμος full movie, άδικος κόσμος 2011, άδικος κόσμος

Συνώνυμα: άδικος

απρεπής, υπερβολικός, εσφαλμένος, αθέμιτος, μεροληπτικός, μη αξίζων, φαύλος

Μεταφράσεις: άδικος

άδικος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unjust, unrighteous, inequitable, unfair, unmerited

άδικος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
injusto, injustos, inicuo, injusta, impíos

άδικος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungerecht, Sünder, Ungerechten, Ungerechte, unrighteous

άδικος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inéquitable, injurieux, inique, injuste, impie, injustes, iniquité

άδικος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ingiusto, ingiusti, iniquo, iniquo i, ingiusta

άδικος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
injusto, injustos, injusta, maligno os, injustas

άδικος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zondig, onrechtvaardigen, onrechtvaardige, onrechtvaardig, ongerechtige

άδικος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несправедливый, неправедный, неправедных, неправедные, неправеден, беззаконник

άδικος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
urettferdig, urettferdige, gjør urett, som gjør urett

άδικος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
orättvis, orättfärdiga, unrighteous, orättrådige, orättfärdiges, orättfärdig

άδικος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väärämielinen, etteivät väärät, väärintekijä, vääräin

άδικος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uretfærdige, uretfærdig, uretfærdigt, unrighteous

άδικος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nespravedlivý, nespravedlivé, nespravedliví, nespravedlivých, nepravý

άδικος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niesprawiedliwy, niesłuszny, bezprawny, niesprawiedliwych, niesprawiedliwi, nieprawych

άδικος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
becstelen, igazságtalan, gonoszok, hamislelkű, igazságtalanok

άδικος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haksız, günahkâr, adaletsiz, unrighteous, Aklanmamış

άδικος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несправедливий, неправедний, цей неправедний, неправедна

άδικος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëkatarët, padrejtë, i padrejtë, padrejtët, padrejtëve

άδικος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
несправедливия, несправедлив, неправедното, неправедният, неправедно, неправеден

άδικος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
няправедны, несправядлівы, неправедны

άδικος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülekohtune, ülekohtused, ülekohtuses, ole ülekohtune

άδικος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepravedan, nepravedne, nepravedni, nepravednici, nepravedan da

άδικος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rangláta, ótrúr, ranglátir, ranglátu

άδικος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iniustus, iniquus

άδικος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neteisingas, neteisieji, neteisusis, neteisiuosius, neteisiųjų

άδικος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
netaisnīgs, negodīgs, netaisniem, netaisns, ir netaisnīgs

άδικος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неправедни, неправедните, нечестивиот, неправедниците, неправеден

άδικος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nedrept, nelegiuit, nedrepte, nelegiuit să se lase, nedreaptă

άδικος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krivičniki, krivični, krivične, krivičen, nepravičen

άδικος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nespravodlivý, nespravodlivé, nespravedlivý, nespravodlivo, nespravodlivosť
Τυχαίες λέξεις