Vielzahl στα ελληνικά
Μετάφραση: vielzahl, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήθος, πολλαπλότητα, πληθώρα, πολλαπλότητας, πλειάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgerechnet στα ελληνικά - εγκαταστάθηκαν, πάγια, εγκαταστάθηκε, διευθετηθεί, διακανονίζονται
- arbeitsame στα ελληνικά - εργατικός, Εργατικοί, εργατικούς, εργατικές, δραστήριο
- beiläufige στα ελληνικά - ανέμελος, Casual, περιστασιακή, Καθημερινά, Άνετος
- bestechung στα ελληνικά - δεκασμός, δωροδοκία, διαφθορά, μόσχευμα, εκμαυλισμός, ξεμαύλισμα, μπολιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Vielzahl στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήθος, πολλαπλότητα, πληθώρα, πολλαπλότητας, πλειάδα
Μεταφράσεις: πλήθος, πολλαπλότητα, πληθώρα, πολλαπλότητας, πλειάδα