Λέξη: δραστικός

Σχετικές λέξεις: δραστικός

δραστικός συνώνυμα, δραστικός συνώνυμο, δραστικός όγκος αίματος

Συνώνυμα: δραστικός

ισχυρός, δυνατός, ικανός, αποτελεσματικός

Μεταφράσεις: δραστικός

δραστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drastic, potent, active, reactive

δραστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
potente, potentes, poderoso, poderosa, una potente

δραστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drastisch, potent, stark, starke, potente, potenter

δραστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
radical, énergique, massif, drastique, puissant, puissante, puissants, efficace, puissantes

δραστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
drastico, potente, potenti, forte

δραστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
drástico, drapeje, potente, potentes, poderoso, poderosa, forte

δραστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krachtig, machtig, sterk, krachtige, potente

δραστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решительный, радикальный, сильнодействующий, крутой, энергичный, мощный, сильный, мощным, сильным, мощное

δραστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drastisk, potent, potente, kraftig, sterk, mektig

δραστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
drastisk, potenta, potent, kraftfull, stark, kraftig

δραστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voimakas, raju, äärimmäinen, voimakkaita, tehokkaita, voimakkaiden, potentti

δραστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
potent, potente, kraftig, kraftigt virkende, stærk

δραστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drastický, silný, mocný, účinný, silným, silné

δραστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stanowczy, drastyczny, silny, mocny, potężny, skuteczny, silnym

δραστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
drasztikus, erős, hatásos, hatékony, potens, hatásosabb

δραστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güçlü, güçlü bir, kuvvetli, potent, etkili

δραστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рішучий, радикальний, крутий, крутій, крутою, потужний, могутній, сильний, найпотужніший, потужне

δραστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i fuqishëm, potent, fuqishëm, të fuqishëm, fuqishme

δραστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потентен, силен, мощен, мощни, мощно

δραστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магутны, моцны, магутная

δραστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äärmuslik, drastiline, tugev, tugevate, tugevad, tugevatoimeline, tõhus

δραστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odlučan, drastičan, moćan, potentan, potentni, jak, moćni

δραστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öflugur, öflugt, er öflugur, öflugra, kröftugur

δραστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiprus, stipriai, stipriu, stipriai veikiantis, stipriais

δραστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krass, radikāls, iedarbīgs, stiprs, spēcīgs, spēcīgu, spēcīga

δραστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потентен, гадна, потентни, потентна, моќен

δραστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puternic, potent, puternică, de puternic, puternica

δραστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
močan, potent, močen, mocan, močnega

δραστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drastický, silný, hrubý, silné, výrazný, silného
Τυχαίες λέξεις