Weglassen στα ελληνικά

Μετάφραση: weglassen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηδώ, παραλείπω, αφήνουν, αφήσει, αφήσετε, αφήστε, εγκαταλείψουν
Weglassen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufgefrischt στα ελληνικά - δροσίζεται, ανανεωμένο, δροσιστείτε, ανανεωμένο το, του δροσίζεται
  • aufvulkanisiert στα ελληνικά - βουλκανισμένο, βουλκανισμένου, βουλκανισμένα, βουλκανισμένη, βουλκανισμένες
  • bergspitze στα ελληνικά - κορυφή του βουνού, βουνό κορυφή, βουνοκορφή, κορυφή ενός βουνού, βουνοκορφής
Τυχαίες λέξεις
Weglassen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηδώ, παραλείπω, αφήνουν, αφήσει, αφήσετε, αφήστε, εγκαταλείψουν