Λέξη: τσόντα

Σχετικές λέξεις: τσόντα

ελληνική τσόντα

Συνώνυμα: τσόντα

τσόντα ενίσχυσης παπουτσιού, υποστήριγμα ενίσχυσης γέφυρας

Μεταφράσεις: τσόντα

τσόντα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
porn, gusset, porno

τσόντα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escudete, refuerzo, cartela, fuelle, escuadra

τσόντα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
porno, Zwickel, Knoten, Falten

τσόντα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pornographie, soufflet, gousset, soufflets, goussets, gousset de

τσόντα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gherone, tassello, soffietto, tassello in, rinforzo

τσόντα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entretela, gusset, de reforço, de lingueta, pala

τσόντα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spie, geer, kruisje, gusset, hoekplaat

τσόντα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
порнография, вставка, клин, ластовица, ластовицей, вставочного

τσόντα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kilen, kile, gusset, Bogsplitten

τσόντα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pornografi, kil, hörnstöd, gusset, kilen, sidofalsen

τσόντα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiila, haarakiila, gusset, nurkkalevyjä, reunalaskoksen

τσόντα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pornografi, kile, kilen, hjørneafstivningspanel

τσόντα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pornografie, klínek, vyztužení, styčníkový, klín, Řidítka

τσόντα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pornografia, klin, wstawka, klinem, gusset, węzłowej

τσόντα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pornó, háromszög alakú betoldás, lépésbetét, oldalbetét, ereszték, behajtást

τσόντα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
peş, köşebent, ekleme, köşebenti

τσόντα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вставка, вставлення, вставити

τσόντα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pornografia, fortesë, pllakëz përforcuese

τσόντα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порнография, клин, ъглово съединение, кант, ъгловото съединение, ъгловият

τσόντα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
устаўка, ўстаўка, вставка

τσόντα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
porno, Vahvikekolmio, kiillapi, vahekiil, vahetükk, silmuseid juurde

τσόντα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
latica, ojačanja, umetak, ušitka

τσόντα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gusset

τσόντα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pornografija, įsiuvas, įsiuvu, klin, Kampainio iš, klostė

τσόντα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pornogrāfija, ķīļveidīgs ielaidums, Gusset, ķīļveida ielaiduma

τσόντα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фалтата

τσόντα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pornografie, clin, guseu, gusset, guseu de, clin de

τσόντα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vstavek, Latica, všitek, vstavka

τσόντα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porno, klin, klinok, klina, klínok

Στατιστικά δημοτικότητας: τσόντα

Τυχαίες λέξεις