Λέξη: νέος

Σχετικές λέξεις: νέος

νέος κόσμος, νέος αναπτυξιακός νόμος, νέος μεταναστευτικός κώδικας, νέος κώδικας μετανάστευσης, νέος οικοδομικός κανονισμός, νέος αγρότης, νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας, νέος νόμος εμπορικών μισθώσεων, νεος κωδικας δικηγόρων, νέος κώδικας περί δικηγόρων, αυθαίρετα

Συνώνυμα: νέος

καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος, φρέσκο, νωπός, δροσερός, αναιδής, πράσινος, χλωρός, αδαής, άπειρος, άωρος, καινοφανής, νεαρός, νεώτερος, σύγχρονος, μοντέρνος, νεανικός, παιδικός

Μεταφράσεις: νέος

νέος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
young, new, novel, young man, a new

νέος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reciente, joven, niño, mozo, verde, juventud, nuevo, jóvenes, joven y, joven que, joven de

νέος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neue, neuen, neu, jugend, jung, neues, neuer, junge, jungen, junger, junges

νέος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jeune, nouveau, neuf, jeunesse, récent, frais, jeunes, les jeunes

νέος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
novello, gioventù, novellino, giovinezza, giovane, moderno, giovanile, nuovo, giovani, giovane e, piccolo

νέος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jovens, lhes, lhe, jovem, tu, contudo, novo, você, embora, nova, Mulher

νέος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuw, aankomend, jong, beginnend, pril, jeugd, opkomend, jonge, jongeren, wijfje, de jonge

νέος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
новорожденный, новый, иной, другой, малолетний, молодость, пионер, современный, молодой, обновленный, мышонок, новобрачный, молоденький, юность, юный, молодежь, молодая, молодые, молодых, молодого

νέος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fersk, ung, ny, unge, små, ungt

νέος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ungdomlig, ung, ny, ungdom, unga, ungt, unge, barn

νέος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälkeläinen, keskenkasvuinen, nuoriso, uusi, nuorekas, nuoruus, nuoret, uutuus, nuori, nuorten, nuori ja, nuoria

νέος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lille, ung, barn, ny, unge, ungt

νέος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čerstvý, dorost, mladý, nový, mládež, nedávný, nezkušený, mladí, mladá, younge, mladé

νέος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
młody, inny, noworoczny, młodzież, nowy, świeży, młodnik, młodzieniec, nowatorski, młoda, młodych, young

νέος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fiatal, fiatalok, a fiatal, ifjú

νέος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taze, gençlik, yeni, genç, genç bir, küçük, gençler

νέος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незвичний, молодою, ви, ти, новітній, вас, свіжий, замолодий, молодий, молодої, молода, молодій

νέος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ri, i ri, rinj, re, e re

νέος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
млад, млада, младия, младата, младият

νέος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзевяць, новы, малады, маладой, молодой

νέος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pojad, noorem, noor, uus, noorte, noored, noortele, noori

νέος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mlad, novi, mladih, neiskusan, mladi, nove, nov, mladenačke, posljednji, novo, mladu, mlada, mlade

νέος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferskur, ung, ungur, unga, ungt, ungi

νέος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
novus

νέος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jaunimas, jaunas, jauna, jauni, jaunų, young

νέος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jauns, jaunatne, jauniešu, jauni, jauniešiem, jaunais

νέος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
млади, младите, младиот, млад, млада

νέος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tânăr, tineret, nou, tineri, tânără, tinere, tanara

νέος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mladí, mlad, nov, mladi, mlada, mlade, mlado

νέος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mladý, mladí, čerstvý, nový, young

Στατιστικά δημοτικότητας: νέος

Τυχαίες λέξεις