Wertvoll στα ελληνικά

Μετάφραση: wertvoll, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολύτιμος, τιμαλφής, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα
Wertvoll στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausbildung στα ελληνικά - εκπαίδευση, μόρφωση, σχολείο, προπονούμενος, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, ...
  • besanmast στα ελληνικά - Besanmast
  • deklarationen στα ελληνικά - δηλώσεις, δηλώσεων, οι δηλώσεις, διασαφήσεις, διασαφήσεων
  • diktatorische στα ελληνικά - δικτατορικός, δικτατορικό, δικτατορικά, δικτατορική, δικτατορικού
Τυχαίες λέξεις
Wertvoll στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολύτιμος, τιμαλφής, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα