Λέξη: ενέργεια

Σχετικές λέξεις: ενέργεια

ενέργεια ελλάδα, ενέργεια και περιβάλλον, ενέργεια ιονισμού, ενέργεια κύματος, ενέργεια και ισχύς, ενέργεια μαγνητικού πεδίου, ενέργεια από μαγνήτες, ενέργεια fermi, ενέργεια συνώνυμο, ενέργεια ενεργοποίησης, ηλιακή ενέργεια

Συνώνυμα: ενέργεια

πράξη, νομοσχέδιο, εισαγωγή, εισαγόμενη δύναμη, εξουσία, δύναμη, ισχύς, δράση, ηθοποιία, υπόκριση, αγωγή, επήρεια, μάχη, πρακτορείο, αντιπροσωπεία, παράγων, μέσο, αποτέλεσμα, επίδραση, εντύπωση, ενεργητικότητα, δραστηριότητα, πορεία, όργανο

Μεταφράσεις: ενέργεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proceeding, action, energy, power, effect, act
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
procedimiento, acción, la acción, medidas, de acción, acciones
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fortsetzend, vorgehen, verfahrend, Aktion, Handlung, Handeln, Wirkung, Klage
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
procédant, conduite, action, procédé, acte, délibération, démarche, comportement, mesures, l'action, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
procedimento, azione, azioni, un'azione, d'azione, dell'azione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ação, acção, de acção, medidas, acções
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handeling, actie, Aktie, maatregelen, optreden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слушание, действие, рассматривание, заседание, практика, поступок, судопроизводство, действия, действий, акция, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
handling, handlingen, tiltak, aksjon, handlings
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åtgärd, handling, åtgärder, talan, åtgärden
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edeten, etenevä, toiminta, toimia, toiminnan, toimiin, toimet
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
handling, indsats, aktion, sag, aktioner
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
postup, akce, řízení, opatření, akční, žaloba, činnost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
postępowanie, obrady, zachowanie, sprawozdanie, poczynanie, działanie, akcja, operacja, czyn, działalność
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lefolyás, akció, cselekvési, fellépés, keresetet, cselekvés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eylem, aksiyon, işlem, hareket, eylemi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
продовжений, дію, дія, вплив, чинність, чинності
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veprim, veprimit, veprim i, i veprimit, Veprimi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
действие, действия, за действие, дейност
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзеянне, дзеяньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
menetlus, tegevus, hagi, meetmeid, tegevuse, meetme
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radnja, akcija, Akcijski, akcije, akciju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðgerð, aðgerðir, aðgerða, Aðgerðin, til aðgerða
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veiksmas, veiksmų, veiksmai, ieškinys, veikla
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darbība, rīcība, darbības, rīcības, prasība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акција, дејствување, дејство, акционен, акцијата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acțiune, acțiuni, de acțiune, actiune, măsuri
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ukrepanje, ukrepi, tožba, ukrep, akcijski
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predošlý, akcie, akcia, podujatia, činnosti, opatrenia

Στατιστικά δημοτικότητας: ενέργεια

Τυχαίες λέξεις