Willen στα ελληνικά
Μετάφραση: willen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέληση, διαθήκη, προαίρεση, χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όφελος
Μεταφράσεις
- beglückwünschte στα ελληνικά - συνεχάρη, συγχαρητήρια, συγχαίρει, συνεχάρησαν, συνεχάρη τον
- demoralisierte στα ελληνικά - ηθικό, ηθικό τους, το ηθικό, το ηθικό τους, πεσμένο ηθικό
- doppelzüngig στα ελληνικά - διπρόσωπος, διπρόσωπη, διπρόσωπο, διπλοπροσωπία, διπρόσωποι
- drahtgewebe στα ελληνικά - ύφασμα καλωδίων, υφασμάτων, πλέγματα, πλεγματα, συρμάτινο ύφασμα
Τυχαίες λέξεις
Willen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέληση, διαθήκη, προαίρεση, χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όφελος
Μεταφράσεις: θέληση, διαθήκη, προαίρεση, χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όφελος