Λέξη: χάσιμο
Σχετικές λέξεις: χάσιμο
χάσιμο κιλών, χάσιμο λίπους, χάσιμο βάρους, χάσιμο βάρους στην κοιλιά, χάσιμο πόντων, χάσιμο κοιλίας, χάσιμο πόντων στην περιφέρεια, χάσιμο κιλών εγκυμοσύνης, χάσιμο λίπους στα πόδια, χάσιμο λίπους στην κοιλιά
Συνώνυμα: χάσιμο
απώλεια, ζημιά, χασούρα, χαμός, πτώση
Μεταφράσεις: χάσιμο
χάσιμο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loss, waste, waste of, a waste, a waste of
χάσιμο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quiebra, perdida, pérdida, merma, daño, pérdida de, la pérdida, pérdidas, la pérdida de
χάσιμο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einbuße, ausfall, verlust, defizit, Verlust, Verluste
χάσιμο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défaite, perdition, déconfiture, déchet, coulage, déchets, privation, perte, déficit, déperdition, la perte, pertes, une perte, perte de
χάσιμο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scapito, perdita, smarrimento, perdita di, la perdita, perdite, di perdita
χάσιμο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perdas, perda, défice, abismar-se, perda de, a perda, prejuízo
χάσιμο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schade, vermissing, deficit, verlies, tekort, nadeel, verliesrekening, het verlies, verliezen
χάσιμο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утечка, повреждение, проигрыш, смыв, крушение, убыток, урон, утеря, ущерб, утрата, потеря, пропажа, изъян, убыль, потери, потерь
χάσιμο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tap, tapet, tap av, taps
χάσιμο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlust, förlusten, förluster
χάσιμο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vahinko, tappio, haitta, hävikki, häviö, hukka, vajaus, kato, menetys, menetyksen, tappiota, tappion
χάσιμο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tab, tabet, underskud, tab af
χάσιμο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
porážka, ztráta, prodělek, prohra, škoda, ztráty, ztrátu, ztrátě, ztrát
χάσιμο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szwank, zatrata, utrata, zguba, ubytek, perta, strata, zaginięcie, ubycie, porażka, straty, strat
χάσιμο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elveszés, veszteség, elkallódás, veszteséget, elvesztése, elvesztését, vesztesége
χάσιμο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hasar, kayıp, zarar, kaybı, zararı, dökülmesi
χάσιμο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
програш, втрата
χάσιμο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
humbje, humbja, humbjen, humbje e, humbja e
χάσιμο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потеря, загуби, загуба, загуба на, загубата, загубата на
χάσιμο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
страта
χάσιμο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaotus, kadu, kahjum, kahju, kahjumi
χάσιμο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gubitka, šteta, propadanje, gubitak, gubici, gubitak od, gubitaka
χάσιμο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
halli, tap, tapi, missi, missir, tjón
χάσιμο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
damnum, detrimentum, calamitas
χάσιμο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuostoliai, nuostolis, netektis, praradimas, netekimas, nuostolių
χάσιμο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zaudējums, zaudējumi, zudums, zaudējumu, zaudējumus
χάσιμο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
загуба, губење, губење на, загубата, загуба на
χάσιμο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pierdere, pierderea, pierderi, pierderii, pierderilor
χάσιμο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izguba, izgube, izgubo, izid, izida
χάσιμο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zaráta, strata, straty, stratu, strate
Στατιστικά δημοτικότητας: χάσιμο
Τυχαίες λέξεις