Λέξη: δηλώνω

Σχετικές λέξεις: δηλώνω

δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν φιλοξενούμαι, δηλώνω στα αγγλικα, δηλώνω παρών, δηλώνω μόνος, δηλώνω υπεύθυνα ότι, δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής, δηλώνω συνώνυμα, δηλώνω το παρόν, δηλώνω μόνος σφακιανάκης, δηλώνω μόνος στίχοι

Συνώνυμα: δηλώνω

εκθέτω, αναφέρω, σημαίνω, δηλώ, δείχνω, εμφαίνω, αναγγέλλω, κηρύττω, διακηρύσσω, ανακηρύσσω

Μεταφράσεις: δηλώνω

δηλώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
declare, state, I declare, I say

δηλώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manifestar, declarar, notificar, publicar, pronunciarse, declare, declarará, declarar la, declararse

δηλώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
deklarieren, enthüllen, preisgeben, erklären, zu erklären, erkläre

δηλώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émettre, affirmer, proclamer, proférer, déclarons, révéler, déclarent, annoncer, maintenir, déclarer, publier, déclarez, prétendre, dénoncer, déclare, de déclarer, déclaration

δηλώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dichiarare, proclamare, dichiara, dichiarano, dichiarare la, dichiararla

δηλώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
declaração, declarar, declinar, depor, declaram, declare, declará, declaro

δηλώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betuigen, declareren, aangeven, verklaren, te verklaren, verklaart, verklaar

δηλώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
называть, обнаруживать, объявить, открыться, признавать, объявлять, показывать, оглашать, открываться, обнародовать, провозглашать, изъявлять, заявить, заявлять, провозгласить, огласить, заявляю

δηλώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erklære, erklærer, forkynne, deklarere, kunn

δηλώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deklarera, förklara, förklarar, fastställa, försäkrar

δηλώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tullata, julkistaa, väittää, langettaa, julistaa, ilmoittaa, kuuluttaa, ilmoittavat

δηλώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
erklære, erklærer, fastslås

δηλώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odhalit, oznámit, vyhlásit, vyslovit, udat, deklarovat, prohlašovat, tvrdit, prohlásit, hlásat, vyjádřit, prozradit

δηλώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypowiadać, oświadczać, deklarować, oznajmiać, oświadczyć, zgłaszać, zadeklarować, ogłaszać, twierdzić, licytować, ogłosić, deklarują

δηλώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Kijelentem, kijelentik, állapítsa meg, nyilvánítsa

δηλώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bildirmek, ilan, beyan, taahhüt ederim, beyan ederim

δηλώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заявляти, повідомляти, висловіться, називати, оголошувати, оголошуватиме, оголошуватимуть

δηλώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
deklaroj, deklarojnë, deklarojë, të deklarojë, shpallë

δηλώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
декларирам, декларира, декларират, да декларира, я обяви

δηλώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвяшчаць, аб'яўляць

δηλώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulutama, deklareerima, kuulutada, tunnistada, deklareerida

δηλώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
objaviti, izreći, objavljujemo, izjaviti, proglasiti, proglasi, izjavljujemo, prijaviti

δηλώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýsa, lýsa því yfir, lýsa yfir, lýsa því, að lýsa

δηλώνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ostendo, arguo

δηλώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skelbti, deklaruoti, paskelbti, pripažinti, pareikšti, deklaruoja

δηλώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deklarēt, paziņot, atzīt

δηλώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
декларираат, се изјасни, прогласи, пријават, да изјави

δηλώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
declara, declare, declară, să declare, o declare

δηλώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prijaviti, proglasit, razglasi, razglaša

δηλώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyhlásiť, prehlásiť, vyhlásii, povedať, vyhlásenie

Στατιστικά δημοτικότητας: δηλώνω

Τυχαίες λέξεις