Worden στα ελληνικά

Μετάφραση: worden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, έχω, ήταν, υπήρξε, έχουν, έχει, γίνει
Worden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufrechterhaltend στα ελληνικά - Διατηρώντας, Η προάσπιση, προάσπιση, Η υπεράσπιση, Διατήρηση της
  • bausatz στα ελληνικά - εξοπλισμός, κιτ, σετ, kit, πακέτο, του κιτ
  • beläge στα ελληνικά - καλύμματα, επενδύσεις, επικαλύψεις, επικαλύψεων, καλυμμάτων
  • blutarmut στα ελληνικά - αναιμία, αναιμίας, της αναιμίας, αναιμία του, την αναιμία
Τυχαίες λέξεις
Worden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, έχω, ήταν, υπήρξε, έχουν, έχει, γίνει