Λέξη: προκρίνομαι

Μεταφράσεις: προκρίνομαι

προκρίνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
qualify, prefer, preconceive, opted, are through

προκρίνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calificar, preferir, prefieren, prefiere, preferiría, preferirían

προκρίνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bevorzugen, vorziehen, lieber, es vorziehen, bevorzuge

προκρίνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adoucir, restreindre, borner, désigner, atténuer, nuancer, autoriser, mitiger, qualifient, estomper, rétrécir, qualifiez, définir, qualifier, délimiter, modérer, préférer, préfèrent, préférez, préfère, préférerait

προκρίνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
qualificare, preferire, preferiscono, preferisce, preferirebbe, preferisco

προκρίνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
qualificação, habilitar, preferir, preferem, prefere, preferência, prefiro

προκρίνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkiezen, de voorkeur geven, prefereren, voorkeur, de voorkeur

προκρίνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смягчать, учить, обучать, обучиться, научить, ослаблять, обучаться, учиться, разбавлять, выслуживать, научиться, определять, оценивать, квалифицировать, готовить, обучить, предпочитать, предпочитают, предпочитаете, предпочитаю, предпочитает

προκρίνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foretrekker, trekker, foretrekker i, fore, foretrekke

προκρίνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föredra, föredrar, helst, hellre, föredrar att

προκρίνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valmistaa, mieluummin, haluavat, parempana, suosivat, suosivan

προκρίνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foretrække, foretrækker

προκρίνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmírňovat, oprávnit, označit, zmírnit, vymezit, kvalifikovat, omezit, raději, přednost, dávají přednost, preferují, preferovat

προκρίνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzyskać, określać, uściślać, kwalifikować, upoważniać, modyfikować, łagodzić, przysposabiać, uzdolnić, otrzymywać, zakwalifikować, ograniczać, wykwalifikować, woleć, wolą, wolisz, preferują, preferujesz

προκρίνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jobban szeret, inkább, szívesebben, előnyben, részesíti előnyben

προκρίνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tercih, otelleri tercih, tercih ederim, tercih ediyorum, tercih ederler

προκρίνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кваліфікує, воліти, віддавати перевагу, перевагу, надавати перевагу, за краще

προκρίνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
preferoj, preferojnë, preferoni, të preferojnë, preferonte

προκρίνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предпочитам, предпочитат, предпочитате, предпочиташе, предпочиташе да

προκρίνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аддаваць перавагу, яны аддавалі перавагу, аддавалі перавагу, каб яны аддавалі перавагу

προκρίνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiritlema, sobima, liigitama, eelistama, eelistavad, eelistab, eelistan, eelistate

προκρίνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kvalificirati, razvodniti, radije, vole, preferiraju, draže, više vole

προκρίνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjósa, vilja, frekar, vilt, kýst

προκρίνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teikti pirmenybę, nori, pirmenybę, renkasi, teikia pirmenybę

προκρίνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dot priekšroku, dod priekšroku, dod, izvēlas, gribētu

προκρίνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преферираат, претпочитаат, преферираш, сакаат, сакале

προκρίνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prefera, preferă, preferați, prefer, prefere

προκρίνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raje, ljubše, je ljubše, taktiko, prednost

προκρίνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
radšej
Τυχαίες λέξεις