Zusammenbauen στα ελληνικά
Μετάφραση: zusammenbauen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναθροίζω, συναρμολογώ, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archivierende στα ελληνικά - αρχειοθετούνται, αρχειοθετημένα, αρχειοθετηθεί, αρχειοθετηθούν, αρχειοθετείται
- beschwichtigung στα ελληνικά - κατευνασμός, κατευνασμού, κατευνασμό, εκτόνωση, ο κατευνασμός
- büchsenmacher στα ελληνικά - οπλούργος, οπλοποιός, gunsmith, οπλοποιό, οπλουργό
- dreiergruppe στα ελληνικά - τριπλός, τριπλούς, τρίκλινα, τριπλό, τριπλή
Τυχαίες λέξεις
Zusammenbauen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναθροίζω, συναρμολογώ, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
Μεταφράσεις: συναθροίζω, συναρμολογώ, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν