Λέξη: υποτίθεται
Σχετικές λέξεις: υποτίθεται
υποτίθεται ότι, υποτίθεται λεξικό
Μεταφράσεις: υποτίθεται
υποτίθεται στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suppose, supposedly, supposed, assumed, is supposed, supposed to
υποτίθεται στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suponer, imaginarse, presumir, conjeturar, supuestamente, supone, que supuestamente, supone que
υποτίθεται στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
voraussetzen, angeblich, vermeintlich, vermutlich, angenommen, die angeblich
υποτίθεται στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
penser, présumer, supposer, supposez, juger, croire, estimer, admettre, supposons, mettre, supposent, soi-disant, prétendument, censément, supposément, censé
υποτίθεται στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presupporre, ipotizzare, supporre, presumibilmente, apparentemente, suppone, presunto, si suppone
υποτίθεται στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conjecturar, supostamente, suposta, suposto
υποτίθεται στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veronderstellen, menen, stellen, aannemen, vermoeden, vermoedelijk, zogenaamd, verondersteld, zogezegd, zogenaamde
υποτίθεται στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
допускать, полагать, думать, считать, припустить, предполагать, подразумевать, припуститься, предположить, предположительно, якобы, мол
υποτίθεται στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forutsette, formode, angivelig, visstnok, tilsynelatende, antok, antatt
υποτίθεται στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tro, förmoda, mena, anta, förment, förmodligen, påstås, supposedly, antagligen
υποτίθεται στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edellyttää, olettaa, luulla, oletetaan, arvella, muka, oletettavasti, ilmeisesti, väitetään
υποτίθεται στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
antage, formode, angiveligt, tilsyneladende, formodes, der angiveligt, formentlig
υποτίθεται στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
myslet, mínit, předpokládat, připouštět, připustit, věřit, údajně, pravděpodobně, prý, domněle, předpokládaně
υποτίθεται στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakładać, domyślać, sądzić, mniemać, rzekomo, niby, podobno, przypuszczalnie, jakoby
υποτίθεται στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állítólag, feltehetően, feltételezhetően, állítólagosan, állítólagos
υποτίθεται στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sözde, güya, sözüm ona
υποτίθεται στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допускайте, припускатися, вважати, допускати, імовірно, ймовірно, приблизно
υποτίθεται στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me sa duket, gjoja, supozohet, sa duket, duket
υποτίθεται στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
по общо мнение, уж, предполагаемо
υποτίθεται στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
меркавана, як мяркуецца, мяркуецца
υποτίθεται στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eeldama, oletama, oletatavasti, arvatavasti, väidetavalt, eeldatavasti, eeldatavalt
υποτίθεται στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pretpostavljati, misliti, smatrati, držati, navodno, je navodno
υποτίθεται στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
talið, er talið, talið er, er talið er, talið að
υποτίθεται στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sentio, puto, reor
υποτίθεται στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
manoma, tariamai, neva, galbūt
υποτίθεται στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
domājams, it, it kā, šķietami
υποτίθεται στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наводно, наводно се, би требало да, би требало
υποτίθεται στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
presupune, se presupune că, se presupune, presupune că, presupus
υποτίθεται στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
menda, domnevno, naj, naj bi, ki naj bi
υποτίθεται στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
údajne, vraj, udajne