Λέξη: σπάσιμο
Σχετικές λέξεις: σπάσιμο
σπάσιμο νησιωτικών δήμων, σπάσιμο νυχιών, σπάσιμο κωδικών wifi, σπάσιμο νερών, σπάσιμο δήμου λέσβου, σπάσιμο κωδικών, σπάσιμο δήμων, σπάσιμο κωδικών facebook, σπάσιμο πλευρού, σπάσιμο δοντιού
Συνώνυμα: σπάσιμο
σύγκρουση, δυστύχημα, κρότος, βρόντος, τρακάρισμα, διάσπαση, ρήξη, διάρρηξη, θλάση, κήλη, θραύση, αποζημίωση θραύσεως, ανάλυση, κατάρρευση, βλάβη
Μεταφράσεις: σπάσιμο
σπάσιμο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fracture, breakage, smash, breakdown, rupture, breaking
σπάσιμο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fracturar, fractura, quebradura, rotura, la rotura, roturas, rotura de, ruptura
σπάσιμο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwerfung, knochenbruch, fraktur, bruch, Bruch, Brechen, Bruchs
σπάσιμο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rompre, rupture, fracturent, fracturons, fracture, bris, briser, cassure, faille, fracturez, fracturer, casser, casse, la rupture
σπάσιμο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frattura, rottura, rotture, la rottura, di rottura, rottura del
σπάσιμο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fartura, falha, ruptura, quebra, quebras, a ruptura, rotura
σπάσιμο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breuk, breken, breuken, breekt, het breken
σπάσιμο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перелом, сломать, трещина, преломление, ломать, разводье, излом, проломить, пролом, надлом, разрыв, поломать, разлом, поломка, поломки, обрыв, обрыва
σπάσιμο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brudd, brekkasje, skade, knusing
σπάσιμο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brott, benbrott, bryta, krossa, sönder, går sönder, gå sönder
σπάσιμο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katkeama, murtua, murtaa, vika, murtuma, murtuminen, rikkoutuminen, rikkoutumisen, rikkoutumista, särkyminen
σπάσιμο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, brud på, beskadigelse, knækker, går i stykker
σπάσιμο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zlomení, rozlomit, zlomit, zlom, zlomenina, rozbít, lom, rozbití, poškození, přerušení, přetržení
σπάσιμο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
złamać, łamać, pęknięcie, pękanie, złamanie, naruszenie, złapać, przełam, uszkodzenie, rozbicie, pęknięcia, breakage
σπάσιμο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törés, törése, törést, törését, törési
σπάσιμο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırma, kırılma, kırılması, kopması, kopma, kırık
σπάσιμο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заломлення, перелом, переломлення, розводді, поломка, крах, несправність
σπάσιμο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thyej, thyerje, thyerje e, send i thyer, thyerje ka
σπάσιμο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прелом, чупене, счупване, скъсване, разрушаване, разкъсване
σπάσιμο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паломка
σπάσιμο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murdma, luumurd, mõra, murdumine, purunemise, purunemine, purunemist, murdumiskohad
σπάσιμο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lom, fraktura, prelom, pukotina, prijelom, loma, pucanja, kvar, lomljenje
σπάσιμο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brot, skemmdir, fyrir skemmdir, Breakage, broti, Brot
σπάσιμο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lūžimas, lūžimo, trūkis, lūžiai
σπάσιμο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lūzums, avārija, pārrāvums, lūzumu, salaušana
σπάσιμο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оштетување, кинење, кршење, кршењето, раскинување
σπάσιμο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fractură, rupere, ruperea, spargerea, spargere, spargerii
σπάσιμο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fraktura, zlom, prelom, loma, polomljene, zlomu, pretrganje
σπάσιμο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlomenina, zlom, rozbitie, rozbitia, rozbitiu, rozbití