Forsinket στα ελληνικά
Μετάφραση: forsinket, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργά, αργός, αποθανών, όψιμος, καθυστέρηση, καθυστερήσει, καθυστέρησε, καθυστερημένη, καθυστερεί
Μεταφράσεις
- forsikre στα ελληνικά - βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
- forsikring στα ελληνικά - ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
- forskel στα ελληνικά - διαφορά, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
- forskellig στα ελληνικά - διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφορετικών
Τυχαίες λέξεις
Forsinket στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργά, αργός, αποθανών, όψιμος, καθυστέρηση, καθυστερήσει, καθυστέρησε, καθυστερημένη, καθυστερεί
Μεταφράσεις: αργά, αργός, αποθανών, όψιμος, καθυστέρηση, καθυστερήσει, καθυστέρησε, καθυστερημένη, καθυστερεί