Havn στα ελληνικά
Μετάφραση: havn, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αριστερός, λιμάνι, φωλιάζω, φυγαδεύω, λιμένα, θύρα, θύρας, λιμενικών
Μεταφράσεις
- have στα ελληνικά - κήπος, έχω, της], κατέχω, έχουν, έχει, πρέπει, ...
- havebrug στα ελληνικά - κηπουρική, κηπουρικός, φυτοκομία, την κηπουρική, φυτοκομίας, κηπευτική
- havre στα ελληνικά - βρόμη, βρώμη, βρώμης, τη βρώμη, βρώμες, βρώμης που
- hegn στα ελληνικά - φράχτης, ξιφασκία, φράκτης, φράχτη, φράκτη, περίφραξη, περίφραξης
Τυχαίες λέξεις
Havn στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αριστερός, λιμάνι, φωλιάζω, φυγαδεύω, λιμένα, θύρα, θύρας, λιμενικών
Μεταφράσεις: αριστερός, λιμάνι, φωλιάζω, φυγαδεύω, λιμένα, θύρα, θύρας, λιμενικών