Λέξη: αδέσποτος
Σχετικές λέξεις: αδέσποτος
αδέσποτος σκύλος, νικόλαος αδέσποτος, αδέσποτος σκύλος ζούσε στα σκουπίδια και όταν σώθηκε έκανε κάτι απίστευτο, αδέσποτος συνώνυμα, αδέσποτος εξωπλανήτης, αδέσποτος γιαννιτσά, αδέσποτος μαγειρας, αδέσποτος σκύλος κατακρεούργησε ανήλικο κορίτσι, αδέσποτος καβαλάρης, αδέσποτος μετάφραση
Συνώνυμα: αδέσποτος
χωρίς κίριο
Μεταφράσεις: αδέσποτος
αδέσποτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stray, ownerless, masterless, trove, trove of
αδέσποτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perderse, sin dueño, ownerless, sin propietario, mostrenco, sin dueños
αδέσποτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
irren, streuverlust, wandern, verirrt, herrenlos, ownerless, herrenlosen, herrenlose, herrenloses
αδέσποτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adventice, vaguer, écartent, fortuit, contingent, écarter, écartons, errer, accidentel, divaguer, écartez, arbousier, sans propriétaire, sans maître, ownerless, sans maîtres, sans maitre
αδέσποτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ownerless, senza proprietario, senza padrone, senza padroni, privo di una sostanzialità
αδέσποτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem dono, ownerless, sem proprietário, não tem dono
αδέσποτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dolen, zwerven, dwalen, onbeheerd, eigenaarloos, zonder eigenaar, ownerless
αδέσποτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плутать, беспризорник, скитаться, забрести, бесхозный, бесхозными, бесхозным, бесхозной, бесхозяйным
αδέσποτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grunnfonds, ownerless, eierløse, grunnfondets, sparebankens
αδέσποτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ownerless, ägarlöst, herrelösa, herrelös
αδέσποτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poiketa, hajanainen, harhailla, harhautua, haltijaton, ownerless, isännätön
αδέσποτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
herreløst, ejerløse, ejerløs, herreløse, herreløs
αδέσποτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náhodný, bloudit, bez majitele, ownerless
αδέσποτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabłąkać, błądzić, odstać, zabłądzić, błąkać, przybłęda, niczyj, bezpański
αδέσποτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkóborolt, alkalmi, kóbor, elszórt, gazdátlan, tulajdonos nélküli, gazdátlanná, uratlan dolog, uratlan
αδέσποτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sahipsiz, ownerless, fazla sahipsiz, sahipsiz veya
αδέσποτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безхазяйний, безгоспний, нічийний, безгосподарний, безхозний
αδέσποτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i administruar keq, pakujdesshëm, administruar keq, i pakujdesshëm
αδέσποτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безстопанствен, безпризорен
αδέσποτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
безгаспадарны, нячыйны
αδέσποτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhuslik, omanikuta, peremehetu, Haltijaton, Isännätön
αδέσποτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zalutati, zalutao, bez vlasnika, bez gazde
αδέσποτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
villast, ownerless
αδέσποτος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
erro
αδέσποτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
be priežiūros, niekam nepriklauso, neturintis savininko, Be šeimininko, neturintis šeimininko
αδέσποτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klejot, bez saimnieka, bezsaimnieka, par bezsaimnieka, bez īpašnieka, bez uzraudzības
αδέσποτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ownerless
αδέσποτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fără stăpân, fără stăpîn, de capul său, nestăpânit
αδέσποτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nikogaršnja
αδέσποτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zabudnutý, bez
Τυχαίες λέξεις