Λέξη: αυθορμητισμός

Σχετικές λέξεις: αυθορμητισμός

αυθορμητισμόσ λεξικο, αυθορμητισμός συνώνυμο, αυθορμητισμός νεων, αυθορμητισμός αποφθεγματα, αυθορμητισμός συνώνυμα, αυθορμητισμός βικιπαιδεια, αυθορμητισμός βικιλεξικο, αυθορμητισμός wiki, αυθορμητισμός παρορμητισμός, αυθορμητισμός ορισμος

Συνώνυμα: αυθορμητισμός

αυθόρμητο

Μεταφράσεις: αυθορμητισμός

αυθορμητισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impetuosity, spontaneity, spontaneousness, spontaneity of, impulsiveness

αυθορμητισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espontaneidad, la espontaneidad, espontáneo

αυθορμητισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungestüm, heftigkeit, unvorsichtigkeit, Spontaneität, Spontanität, spontan, die Spontaneität

αυθορμητισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vivacité, véhémence, impétuosité, promptitude, violence, emportement, spontanéité, la spontanéité, de spontanéité, spontané

αυθορμητισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spontaneità, la spontaneità, di spontaneità, spontaneismo

αυθορμητισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espontaneidade, a espontaneidade, da espontaneidade, spontaneity, de espontaneidade

αυθορμητισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spontaniteit, spontaneïteit, spontaan, spontane, de spontaniteit

αυθορμητισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стремительность, пылкость, запальчивость, импульсивность, спонтанность, непосредственность, спонтанности, стихийность, спонтанностью

αυθορμητισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spontanitet, spontaneity, spontaniteten, spontant, spontane

αυθορμητισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spontanitet, spontaniteten, spontana, spontaneity, spontan

αυθορμητισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
spontaanius, spontaanisuus, spontaanisuutta, spontaaniutta, spontaaniuden

αυθορμητισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spontanitet, spontaniteten, spontane, umiddelbarhed, spontan

αυθορμητισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prudkost, dravost, spontánnost, spontaneita, spontánnosti, živelnost, spontaneity

αυθορμητισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popędliwość, porywczość, gwałtowność, spontaniczność, żywiołowość, spontaniczności, spontanicznością, samorzutność

αυθορμητισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zabolátlanság, indulatosság, elhamarkodottság, tüzesség, hirtelenkedés, spontaneitás, a spontaneitás, spontaneitást, spontán, spontaneitását

αυθορμητισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doğallık, kendiliğindenlik, spontaneity, spontanlık, kendiliğindenliği

αυθορμητισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спонтанність, спонтанності

αυθορμητισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spontanitet, spontaniteti, vetvetishmëri

αυθορμητισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спонтанност, спонтанността, непосредственост

αυθορμητισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спантаннасць, спантаннасьць

αυθορμητισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tormakus, spontaansus, spontaansust, spontaansuse, spontaanselt, dispersiooni spontaansus

αυθορμητισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žestina, naglost, plahovitost, spontanost, spontanosti, spontanošću, na spontanost, prirodnost

αυθορμητισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfvirkni

αυθορμητισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spontaniškumas, spontaniškumą, spontaniškumo, spontaniškus

αυθορμητισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spontanitāte, spontānums, spontānumu, spontanitāti, spontanitātes

αυθορμητισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спонтаност, спонтаноста, непосредност, спонтано

αυθορμητισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spontaneitate, spontaneitatea, spontaneității, spontaneitatii, de spontaneitate

αυθορμητισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spontanost, spontanosti, spontanostjo, spontaneity

αυθορμητισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spontánnosť, spontánnosti
Τυχαίες λέξεις