Nærværende στα ελληνικά

Μετάφραση: nærværende, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τωρινός, παρουσιάζω, δώρο, ρεύμα, παρών, αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, αυτός
Nærværende στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • næring στα ελληνικά - θρέψη, φαγητό, τροφή, διατροφή, διατροφής, διατροφή των
  • næringsstof στα ελληνικά - φαγητό, τροφή, θρεπτικά συστατικά, θρεπτικών συστατικών, των θρεπτικών συστατικών, θρεπτικών ουσιών, θρεπτικό συστατικό
  • næse στα ελληνικά - μύτη, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος
  • næsehorn στα ελληνικά - ρινόκερος, ρινόκερως, Ρινόκερος, Ρινόκερου, του ρινόκερου, Rhinoceros
Τυχαίες λέξεις
Nærværende στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τωρινός, παρουσιάζω, δώρο, ρεύμα, παρών, αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, αυτός