Ρεύμα στα δανικά

Μετάφραση: ρεύμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nærværende, bæk, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
Ρεύμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρεύμα

ρεύμα ανατροπής χαλκίδα, ρεύμα ανατροπής, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα λεξικό γλώσσας δανικά, ρεύμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ρευστοποιώ στα δανικά - Blødgør, blødgøring, Blødgør til
  • ρευστότητα στα δανικά - likviditet, likviditeten, likviditets-
  • ρημάζω στα δανικά - hærge, hærger, plyndre, raserer, at hærge
  • ρητά στα δανικά - udtrykkeligt, eksplicit, udtrykkelig, udtrykkeligt er, direkte
Τυχαίες λέξεις
Ρεύμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nærværende, bæk, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende