Sammenligning στα ελληνικά

Μετάφραση: sammenligning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβολή, σύγκριση, σύγκρισης, σχέση, συγκρίσεις, τη σύγκριση
Sammenligning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sammen στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
  • sammenligne στα ελληνικά - παραβάλλω, συγκρίνω, συγκρίνετε, κάνετε συγκρίσεις, συγκρίνετε τις, συγκρίσεις
  • sammenslutning στα ελληνικά - σωματειακός, ένωση, σύνδεσμος, σχέση, σύνδεσης, Συλλόγου, Συνδέσμου
  • samtale στα ελληνικά - συνομιλία, διάλογος, συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
Τυχαίες λέξεις
Sammenligning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβολή, σύγκριση, σύγκρισης, σχέση, συγκρίσεις, τη σύγκριση