Λέξη: εξυπηρετικός

Σχετικές λέξεις: εξυπηρετικός

εξυπηρετικός in english, εξυπηρετικός αγγλικα, εξυπηρετικός συνώνυμο, εξαιρετικός συνώνυμα

Συνώνυμα: εξυπηρετικός

βολικός, εύχρηστος, επιτήδειος, ευχερής, πρόχειρος, βοηθητικός, βοηθιτικός, χρήσιμος, δουλοπρεπής, δουλικός

Μεταφράσεις: εξυπηρετικός

εξυπηρετικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
helpful, accommodating, serviceable, subservient, handy, convenient

εξυπηρετικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oficioso, socorrido, útil, complaciente, útiles, como útiles, como útil, servicial

εξυπηρετικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hilfsbereit, hilfreich, gefällig, nützlich fanden, fanden

εξυπηρετικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
utile, officieux, secourable, complaisant, accommodant, accort, prévenant, obligeant, prêt, empressé, serviable, utiles, utile Google Traduction, efficace

εξυπηρετικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compiacente, servizievole, utile, disponibile, utili, stata utile, è stata utile

εξυπηρετικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajudante, úteis, proveitoso, útil, atenciosa, útil As, foi útil

εξυπηρετικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meegaand, hulpvaardig, toegevend, behulpzaam, inschikkelijk, handelbaar, nuttig, nuttige, een nuttige, beoordeling

εξυπηρετικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приспосабливающийся, покладистый, услужливый, уступчивый, вмещающий, полезный, уживчивый, любезный, полезно, полезным, полезны, полезна

εξυπηρετικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nyttig, behjelpelig, hjelpsom, var nyttig, som nyttig, var

εξυπηρετικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anpassning, medgörlig, hjälp, hjälpsam, var till hjälp, till hjälp, någon hjälp

εξυπηρετικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sopuisa, aulis, avulias, mukautuva, hyödyllinen, hyödyllistä, hyödyllisiä, apua

εξυπηρετικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig

εξυπηρετικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úslužný, nápomocný, ochotný, užitečný, povolný, užitečné, byl milý, ochota

εξυπηρετικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomocny, uczynny, użyteczny, kompromisowy, uprzejmy, usłużny, pożyteczny, była pomocna, pomocna, jako pomocną

εξυπηρετικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szolgálatkész, készséges, hasznos, segítőkész, helpful, segítséget, hasznosnak

εξυπηρετικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yardımcı, yararlı, faydalı, faydalı olarak oylandı, yardımsever

εξυπηρετικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корисний, пристосування, люб'язний, поступливий, корисна, корисну, корисний об, найкорисніший

εξυπηρετικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dobishëm, ndihmues, dobishme, e dobishme, të dobishme

εξυπηρετικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полезен, услужлив, полезно, полезна, полезни

εξυπηρετικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карысны, полезный, карысная, карысную

εξυπηρετικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
abistav, abivalmis, kasulik, abiks, abi, kasulikuks

εξυπηρετικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snabdjeti, korisna, smjestiti, smještaj, koristan, pomoći, korisno, korisne

εξυπηρετικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjálpsamur, gagnlegt, gagnlegar, hjálplegt, gagni

εξυπηρετικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
utilis

εξυπηρετικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naudingas, naudinga, naudingi, naudingos

εξυπηρετικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noderīgs, noderīga, noderīgi, lietderīgi

εξυπηρετικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
помош, корисни, корисно, корисна, корисен

εξυπηρετικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
util, ajutor, de ajutor, utila, utile

εξυπηρετικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pomoč, koristno, koristna, koristen

εξυπηρετικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výhodný, nápomocný, ochotný, užitočný, potrebný, užitočné, užitočným, užitočná
Τυχαίες λέξεις