Λέξη: ρινόκερος

Σχετικές λέξεις: ρινόκερος

ρινόκερος και κόκορας, ρινόκερος εισιτήρια, ρινόκερος θησείο, ρινόκερος ασκληπιού, ρινόκερος κριτική, ρινόκερος ιονέσκο θησείο, ρινόκερος ιονέσκο, ρινόκερος μοσχόπουλος, ρινόκερος θέατρο θησείον, ρινόκερος της ιάβας

Μεταφράσεις: ρινόκερος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rhino, rhinoceros
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rinoceronte, Rhino, de Rhino, de rinoceronte, del rinoceronte
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Nashorn, Rhino, Nashörner
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rhinocéros, Rhino, de Rhino, le rhinocéros, de rhinocéros
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinoceronte, Rhino, di Rhino, rinoceronti, rino
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rinoceronte, Rhino, do rinoceronte, rinocerontes, de rinoceronte
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
neushoorn, Rhino, rinoceros, neushoorns, de Rinoceros
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
носорог, Rhino, Рино, носорога
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Rhino, neshorn, neshornet, nesehorn, Rhino Records
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Rhino, noshörning, noshörningen, noshörningar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sarvikuono, Rhino, sarvikuonon, nenä, nenä-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
næsehorn, Rhino, af Rhino, Næse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nosorožec, Rhino, Rhina, nosorožců, nosorožci
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nosorożec, Rhino, nosorożca, nosorożców, nosorożce
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orrszarvú, Rhino, rínó, rinocérosz, a Rhino
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gergedan, Rhino, rino, aygırı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
носоріг, Носороги, Носорог
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Rhino, Rhino në
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
носорог, Rhino, Райно, Рино, на Rhino
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
насарог, носорог, насарогаў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ninasarvik, kõlisev münt, Rhino, ninasarviku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nosorog, Rhino, nosoroga, rino, Rhino se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Rhino, nashyrningur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rhinoceros
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raganosis, Rhino, raganosių, Degunradzis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
degunradzis, RHINO
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
носорог, носорогот, носорозите, rhino, носорози
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rinocer, Rhino, de rinocer, rinocerul, Rhino de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nosorožec, Rhino, bolnikov z rinitisom, nosorogov, nosoroga, nosorog
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nosorožec, Rhino

Στατιστικά δημοτικότητας: ρινόκερος

Τυχαίες λέξεις