Εκπίπτω στα αγγλικά

Μετάφραση: εκπίπτω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fall, deduct, ebb, rebate
Εκπίπτω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εκπίπτω

ebb
  • αναρρέω
  • εκπίπτω
  • παρακμάζω
  • υποχωρώ
fail
  • αποτυγχάνω
  • χρεωκοπώ
  • εκπίπτω
  • παραλείπω
  • απορρίπτω
  • αποτυχαίνω
deduct
  • αφαιρώ
  • εκπίπτω
rebate
  • εκπίπτω
  • κάνω έκπτωσιν

Σχετικές λέξεις: εκπίπτω

εκπίπτω σημασία, εμπίπτω συνωνυμο, εκπίπτω συνώνυμα, εκπίπτω τι σημαινει, εκπίπτω ορισμός, εκπίπτω λεξικό γλώσσας αγγλικά, εκπίπτω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εκούσια στα αγγλικά - voluntarily, voluntary, deliberate, a voluntary, allowing voluntary
  • εκπέμπω στα αγγλικά - radiate, emit, broadcast, vent, send out, give off, I emit
  • εκπαίδευση στα αγγλικά - training, education, learning
  • εκπαιδευτής στα αγγλικά - trainer, instructor, coach, teacher, a trainer
Τυχαίες λέξεις
Εκπίπτω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: fall, deduct, ebb, rebate