Λέξη: ηγεμονία

Σχετικές λέξεις: ηγεμονία

ηγεμονία γκράμσι, ηγεμονία σάμου, ηγεμονία και φεμινισμός, ηγεμονία ετυμολογία, ηγεμονία της σπάρτης, ηγεμονία της θήβας, ηγεμονία της σάμου, ηγεμονία του κιέβου, ηγεμονία συνώνυμα, ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική

Συνώνυμα: ηγεμονία

πριγκιπάτο, κυριαρχία, κυριότητα

Μεταφράσεις: ηγεμονία

ηγεμονία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hegemony, leadership, principality, domination, rule

ηγεμονία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dirección, hegemonía, la hegemonía, hegemonía de, la hegemonía de

ηγεμονία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
führung, vorherrschaft, hegemonie, anführung, Vorherrschaft, Hegemonie, Herrschaft, Vormachtstellung

ηγεμονία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hégémonie, direction, prédominance, l'hégémonie, une hégémonie, hégémonique

ηγεμονία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
direzione, guida, egemonia, l'egemonia, dell'egemonia, all'egemonia, un'egemonia

ηγεμονία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hegemonia, a hegemonia, hegemonia do, da hegemonia

ηγεμονία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hegemonie, de hegemonie, hegemonie van, overheersing, hegemonie te

ηγεμονία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лидерство, гегемония, водительство, провод, верховенство, управление, предводительство, главенство, гегемон, предводитель, превосходство, руководство, гегемонии, гегемонию, господство, гегемонией

ηγεμονία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledelse, hegemoni, hegemoniet, herredømme

ηγεμονία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ledning, hegemoni, hegemonin, herravälde, hegemony, dominans

ηγεμονία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
johtoasema, johtajuus, johto, päällikkyys, johtoporras, hegemonia, hegemonian, hegemoniaa, hegemoniasta, ylivaltaa

ηγεμονία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hegemoni, overherredømme, herredømme, dominans, hegemoniet

ηγεμονία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadvláda, vůdcovství, vedení, hegemonie, hegemonii, hegemony, hegemonií

ηγεμονία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przywództwo, przodownictwo, przewodzenie, naczelnictwo, hegemonia, kierownictwo, przewodnictwo, hegemonii, hegemonię, hegemony, hegemonią

ηγεμονία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vezérlet, uralom, hegemónia, hegemóniáját, hegemóniája, hegemóniát

ηγεμονία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hegemonya, hegemonyası, hegemonyasının, hegemonyanın, hegemonyasına

ηγεμονία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гегемонія, лідери, гегемонію

ηγεμονία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hegjemoni, hegjemonia, hegjemonisë, hegjemonia e, të hegjemonisë

ηγεμονία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръководство, хегемония, хегемонията, хегемонията на, хегемония на

ηγεμονία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гегемонія

ηγεμονία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hegemoonia, ülemvõim, juhtimine, juhatamine, ülemvõimu, hegemooniat, hegemooniale

ηγεμονία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodstvo, rukovođenje, vodstvom, vođenje, hegemonija, hegemonije, hegemoniju, hegemonijom, leži u vladavini

ηγεμονία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forysta, forræði, forusta, ofurvald

ηγεμονία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gubernatio

ηγεμονία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
hegemonija, hegemony, hegemoniją, hegemonijos, hegemonijai

ηγεμονία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadība, hegemonija, hegemoniju, hegemonijai, hegemonija bija, hegemonija nostiprinājusies

ηγεμονία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хегемонија, хегемонијата, хегемонизам, хегемонија на

ηγεμονία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conducere, hegemonie, hegemonia, hegemoniei, hegemonii

ηγεμονία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nadvláda, hegemonija, hegemonije, hegemonijo, nadvlada, hegemoniji

ηγεμονία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedení, nadvláda, hegemónia, hegemónie, hegemóniu, hegemónia internetových
Τυχαίες λέξεις