Γυαλιστερός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γυαλιστερός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
украсен с пайети
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυαλιστερός
γυαλιστερός βακελίτης, γυαλιστερός συνώνυμα, γυαλιστερός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γυαλιστερός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γυαλίζω στα βουλγαρικά - полски, лак, полиране, за нокти, полски език
- γυαλιά στα βουλγαρικά - очила, очни, чаши, стъкла, очилата
- γυμναστήριο στα βουλγαρικά - гимназия, гимнастика, гимнастически салон, фитнес зала, фитнес, фитнес център, зала
- γυμναστής στα βουλγαρικά - гимнастик, гимнастичка, гимнастичката, гимнастика
Τυχαίες λέξεις
Γυαλιστερός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: украсен с пайети
Μεταφράσεις: украсен с пайети